Φορολογική μεταχείριση μεταβιβαζομένων αυτοκινήτων μετοικούντων
1. Ιδιωτικής χρήσης επιβατικά αυτοκίνητα ή αυτοκινούμενα τροχόσπιτα που παραλαμβάνονται ή έχουν παραληφθεί από 1.3.1988, με τις απαλλαγές που προβλέπονται από τις διατάξεις των Κεφαλαίων Β' ή Η' της Δ. 245/1988 Απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (Α.Υ.Ο.), η οποία κυρώθηκε με το ν. 1839/1989, είναι δυνατόν να μεταβιβάζονται στο εξής από το δικαιούχο ατέλειας πρόσωπο, μετά την παρέλευση της ετήσιας περιοριστικής προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 της Δ.245/1988 Α.Υ.Ο. μόνο ύστερα από έγκριση της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής και εφόσον προηγουμένως καταβληθεί ποσοστό του τέλους ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων ανάλογα με το διάστημα που έχει παρέλθει από την ημερομηνία αποδοχής του παραστατικού εισαγωγής του αυτοκινήτου μέχρι την καταβολή του ποσοστού αυτού, ως ακολούθως:
α. Από 1 μέχρι 2 έτη καταβάλλεται το 50%.
β. Από 2 μέχρι 3 έτη καταβάλλεται το 40%.
γ. Από 3 μέχρι 4 έτη καταβάλλεται το 30%.
δ. Από 4 μέχρι 5 έτη καταβάλλεται το 20%.
ε. Από 5 έτη και άνω χωρίς καταβολή.
2. Το ποσοστό που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο υπολογίζεται επί του ποσού του τέλους ταξινόμησης που αναλογεί στο συγκεκριμένο αυτοκίνητο με βάση τους συντελεστές που ορίζονται στην περίπτωση (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 121 του παρόντα Κώδικα και τη φορολογητέα αξία του αυτοκινήτου που έχει διαμορφωθεί κατά την παράδοση του αυτοκινήτου με τις διατάξεις της Δ. 245/1988 Α.Υ.Ο.
3. Η έγκριση για τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου χορηγείται ύστερα από αίτηση που καταθέτει αυτοπροσώπως στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή το δικαιούχο ατέλειας πρόσωπο.
4. Όταν η αίτηση προς την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, υποβάλλεται από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου, τότε η έγκριση χορηγείται, εφόσον προηγουμένως καταβληθεί ποσό ίσο προς το διπλάσιο του ποσού που ορίζεται βάσει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού και πάντως όχι μικρότερο των δύο χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων (2.934) ευρώ.
5. Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου προσώπου δεν οφείλονται τα ποσοστά του τέλους ταξινόμησης που ορίζονται στην παράγραφο 1 και η έγκριση για την περιέλευση του αυτοκινήτου στους κληρονόμους χορηγείται ύστερα από αίτησή τους.
6. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Άλλες διατάξεις
1. Όπου στις κείμενες διατάξεις και στις κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες διοικητικές πράξεις αναφέρεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) αυτοκινήτων οχημάτων ή εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος νοείται εφεξής τέλος ταξινόμησης.
2. Το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του τέταρτου μέρους του παρόντα Κώδικα τέλος ταξινόμησης επιβάλλεται ανεξάρτητα αν η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος χορηγείται από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ή από οποιαδήποτε άλλη Υπηρεσία.
3. Οι αμφισβητήσεις που εγείρονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του τρίτου και τέταρτου μέρους του παρόντα Κώδικα μεταξύ της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής και των ενδιαφερόμενων προσώπων επιλύονται διοικητικά από τις Επιτροπές Τελωνειακών Αμφισβητήσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις.
ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ
ΕΝΝΟΙΑ - ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΥΠΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΜΑ
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ - ΠΑΡΑΤΥΠΙΩΝ
Έννοια και βεβαίωση παραβάσεων - παρατυπιών
1. Η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντα Κώδικα, οι οποίες έχουν σχέση με τις τελωνειακές εργασίες και την Τελωνειακή Υπηρεσία, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβαση.
2. Ως τελωνειακή παράβαση χαρακτηρίζεται επίσης, η με οποιονδήποτε τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των καθοριζομένων, στο άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα, διατυπώσεων και επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα ακόμη και αν κρινόταν, αρμοδίως, ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας.
3. Η ποινή που επιβάλλεται επί των τελωνειακών παραβάσεων δεν απαλλάσσει από την καταβολή των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
4. Οι τελωνειακές παραβάσεις βεβαιώνονται με πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης (π.τ.π.), που συντάσσεται από τα αρμόδια όργανα της Τελωνειακής Υπηρεσίας. Ειδικά, στις περιπτώσεις όπου οι τελωνειακές παραβάσεις χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορίες, αυτές βεβαιώνονται με σχετικό πρωτόκολλο από τα όργανα του αρμόδιου Τελωνείου, με βάση τα στοιχεία, που διαβιβάζονται στον Προϊστάμενό του, από τη Δημόσια Αρχή, η οποία πρώτη επιλήφθηκε της δίωξης του λαθρεμπορίου και τα οποία, στις περιπτώσεις της αυτόφωρης λαθρεμπορίας, απαριθμούνται στο αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης και του φακέλου της προανάκρισης, που σχηματίσθηκε, στις λοιπές δε περιπτώσεις στο αντίγραφο του προανακριτικού φακέλου.
5. Με ιδιαίτερο πρωτόκολλο είναι δυνατόν να βεβαιώνεται αυτοτελώς η υποχρέωση φυσικού ή νομικού προσώπου προς καταβολή δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που διέφυγαν της καταβολής αν και γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή και ανεξάρτητα αν βεβαιωθεί τελωνειακή παράβαση επιφέρουσα πρόστιμο ή πολλαπλό τέλος.
6. Τα προβλεπόμενα στα άρθρα 143, 144, 145, 146 και 147 του παρόντα Κώδικα ποσά προστίμων δύνανται να τροποποιούνται με προεδρικά διατάγματα μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
ΠΡΟΣΤΙΜΑ
Επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, εάν βρεθούν επί των μεταφορικών μέσων ή αποβιβασθούν από αυτά εμπορεύματα περισσότερα ή λιγότερα των αναγραφομένων στο δηλωτικό, επιβάλλεται στον μεταφορέα ή τον πράκτορα πρόστιμο ίσο με τριακόσια (300) ευρώ ανά δηλωτικό.
1. Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στον πλοίαρχο ή το μεταφορέα ή τον πράκτορα κατά περίπτωση:
α) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί δηλωτικών των άρθρων 12, 13 και 14 του παρόντα Κώδικα, ή όταν προκύπτουν αδικαιολόγητες διαφορές μεταξύ αυτού και του κατά το άρθρο 15 δηλωτικού, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση λαθρεμπορίας, ούτε εμπίπτει η παράβαση στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 145 του παρόντα Κώδικα.
β) Σε περίπτωση παρέκκλισης, για εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς της διαμετακόμισης ή της εξαγωγής, από την καθοριζόμενη, από το Τελωνείο Αναχώρησης, υποχρεωτική διαδρομή ή μη προσκόμισης στο Τελωνείο Εξόδου ή Προορισμού των εμπορευμάτων, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή οφείλεται σε δεόντως αιτιολογημένους λόγους, αποδεκτούς από την Τελωνειακή Αρχή ή σε λόγους ανώτερης βίας. Για κάθε εικοσιτετράωρο καθυστέρησης επιβάλλεται πρόσθετο πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ.
γ) Σε αντίσταση του πλοιάρχου στην επίσκεψη κατά το άρθρο 18 του παρόντα Κώδικα, βεβαιωμένη με πρωτόκολλο από την Τελωνειακή και Λιμενική ή Αστυνομική Αρχή.
δ) Σε παράλειψη της δήλωσης του πλοιάρχου κατά το άρθρο 50 του παρόντα Κώδικα. Η ίδια ποινή επιβάλλεται στον πράκτορα που παρέλειψε τη δήλωση αυτή και στον παραλήπτη, όταν λείπει η προβλεπόμενη, από το άρθρο 50 του παρόντα Κώδικα, ευανάγνωστη επιγραφή.
2. Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται στους πράκτορες ατμοπλοϊκών ναυτιλιακών εταιριών, εάν μετά από έγγραφη πρόσκληση του Προϊσταμένου Τελωνειακής Αρχής, παραλείψουν ή αναβάλουν με υπαιτιότητά τους την εκφόρτωση, από τα πλοία ή άλλα θαλάσσια μέσα, των προσκομισθέντων εμπορευμάτων, ή την τακτοποίησή τους, εντός των τελωνειακών αποθηκών, σύμφωνα με τις έγγραφες υποδείξεις και εντός της αναφερόμενης ορισμένης προθεσμίας.
3. Με επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ στο μεταφορέα κάθε οχήματος, που εκτελεί οδικές μεταφορές για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις:
α) Σε περίπτωση παρέκκλισής του, από το καθορισμένο από το Τελωνείο Εισόδου ή άλλο ενδιάμεσο Τελωνείο δρομολόγιο του οχήματος ή μη διέλευσής του από τις προκαθορισμένες Τελωνειακές Αρχές, καθώς και της μη μετάβασής του στο Τελωνείο Προορισμού εντός της καθορισμένης προθεσμίας, εκτός της καθυστέρησης που οφείλεται σε αποδεδειγμένη ανώτερη βία.
β) Σε περίπτωση φόρτωσης, εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης εμπορευμάτων από όχημα χωρίς άδεια της Τελωνειακής Αρχής ή χωρίς την παρουσία των αρμόδιων τελωνειακών οργάνων, σε χώρους και αποθήκες μη εγκεκριμένους από αυτήν.
γ) Σε περίπτωση εκφόρτωσης από το όχημα, εμπορευμάτων περισσότερων ή λιγότερων από τα αναγραφόμενα στο συνοδευτικό έγγραφο του φορτίου, πλην της περίπτωσης, που λόγω ανώτερης βίας, αποβιβάζονται λιγότερα εμπορεύματα. Στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 143 του παρόντα Κώδικα.
δ) Σε περίπτωση ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης και αλλοίωσης των τελωνειακών σφραγίδων ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τίθενται από τις Τελωνειακές Αρχές στο μεταφορικό μέσο ή στα εμπορεύματα.
ε) Σε κάθε περίπτωση παράβασης διατάξεων της ισχύουσας Διεθνούς Τελωνειακής Σύμβασης, περί διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων με δελτία ΤΙR και των παραρτημάτων αυτής ή του παρόντα Κώδικα και των συναφών τελωνειακών κανονιστικών πράξεων, με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις στο μεταφορέα κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων δια του ελληνικού εδάφους.
4. Με επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, ειδικά στο μεταφορέα κάθε οχήματος που εκτελεί οδικές μεταφορές και μεταφέρει εμπορεύματα που υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) και προορίζονται για εξαγωγή και δεν μεταβαίνει στο Τελωνείο Εξόδου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, επιβάλλονται τα παρακάτω πρόστιμα:
-Για μία ημέρα καθυστέρησης πρόστιμο τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
-Για δύο ημέρες καθυστέρησης πρόστιμο έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
-Για τρεις ημέρες καθυστέρησης πρόστιμο δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ.
-Για τέσσερις ημέρες καθυστέρησης και άνω, πρόστιμο ίσο με το μισό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) που αναλογεί στα εν λόγω εμπορεύματα και το οποίο δε μπορεί να είναι μικρότερο των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Τα πρόστιμα αυτά δεν επιβάλλονται εάν η μη εμπρόθεσμη μετάβαση στο Τελωνείο Εξόδου οφείλεται σε αποδεδειγμένη ανώτερη βία.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας επιβάλλεται:
α) πρόστιμο τριάντα (30) ευρώ για κάθε εικοσιτετράωρο παραβίασης της προθεσμίας λήξης του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής των μεταφορικών μέσων εμπορικής χρήσης.
β) πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για κάθε άλλη περίπτωση παράβασης των κειμένων διατάξεων περί καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής των μεταφορικών μέσων, του εδαφίου α της παρούσας παραγράφου.
1. Επιβάλλεται στον πλοίαρχο ή στον πράκτορα, κατά περίπτωση, πρόστιμο:
α) τριακοσίων (300) ευρώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης του κατά το άρθρο 12 του παρόντα Κώδικα δηλωτικού, ή αν τούτο δεν πληροί τους όρους του παρόντα Κώδικα. Για κάθε εικοσιτετράωρο αναβολής της κατάθεσης του δηλωτικού επιβάλλεται πρόσθετο πρόστιμο τριάντα (30) ευρώ.
β) Εξακοσίων (600) ευρώ σε περίπτωση απόπλου χωρίς το κατά το άρθρο 14 του παρόντα Κώδικα δηλωτικό, ή χωρίς την άδεια της Τελωνειακής Αρχής ή κατά παράβαση άλλης διατύπωσης του παρόντα Κώδικα.
γ) Εξακοσίων (600) ευρώ σε περίπτωση φόρτωσης, εκφόρτωσης, ή μεταφόρτωσης χωρίς την άδεια της Τελωνειακής Αρχής ή χωρίς την παρουσία των αρμόδιων τελωνειακών οργάνων.
δ) Τριακοσίων (300) ευρώ σε περίπτωση μη προσκόμισης από τον πλοίαρχο στο Τελωνείο του κατάπλου του, σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντα Κώδικα, δηλωτικού ή του επέχοντος θέση δηλωτικού εγγράφου, κατά τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα, καθώς και των άλλων τελωνειακών εγγράφων.
ε) Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται το πρόστιμο της παραγράφου 1 εδάφιο α του παρόντος άρθρου, ανά εικοσιτετράωρο, στο μεταφορέα κάθε αυτοκινήτου οχήματος για τη μη έγκαιρη, μέσα στην προθεσμία που καθορίσθηκε από το Τελωνείο Εισόδου, προσκόμιση στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, για τελωνισμό, για παράδοση σε ελεύθερη χρήση, ή για επανεξαγωγή κάθε αυτοκινήτου, που κινείται με Δελτίο Ελεύθερης Χρήσης (Δ.Ε.Χ.) ή με άλλα τελωνειακά παραστατικά, προσωρινής ισχύος, που επέχουν θέση αποσπάσματος δηλωτικού του Τελωνείου Εισόδου.
στ) Αν το πλοίο προσεγγίζει σε θέσεις άλλες από τις ορισμένες από την Τελωνειακή ή Λιμενική Αρχή, καθώς και αν αυτό δεν αγκυροβολεί στην προκαθορισμένη θέση, επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
2. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο 1 εδάφιο δ πρόστιμο επιβάλλεται μόνο στο φορτωτή και παραλήπτη αλληλέγγυα, όταν αυτοί τυγχάνουν γνωστοί και ευθύνονται για κάθε παρουσιαζόμενη στον τόπο της φόρτωσης και εκφόρτωσης διαφορά μεταξύ φορτωθέντων και εκφορτωθέντων εμπορευμάτων και εγχώριων προϊόντων, ως και για την έλλειψη ή τη μη έγκαιρη έκδοση των νόμιμων τελωνειακών εγγράφων για τη μεταφορά εμπορευμάτων και εγχώριων προϊόντων.
Διαφορές μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) πλέον ή έλαττον προκειμένου για ελεύθερα δασμών εμπορεύματα και μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) προκειμένου για υποκείμενα σε δασμολογικές επιβαρύνσεις εμπορεύματα, δεν τιμωρούνται.
3. Ομοίως, το κατά την πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου πρόστιμο επιβάλλεται με τους όρους και προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου και σε περίπτωση που τυχόν διαπιστώνονται διαφορές μεταξύ των στη διασάφηση - δήλωση διαμετακόμισης, αναφερόμενων ειδών και των κατά την επαλήθευση αυτής στον τόπο φόρτωσης ευρισκομένων, εφόσον από άλλη διάταξη δεν προβλέπεται βαρύτερη κύρωση.
1. Επιβάλλεται πρόστιμο εξακοσίων (600) ευρώ στο διαχειριστή αποθήκης προσωρινής εναπόθεσης, σε περίπτωση παράβασης της παραγράφου 6 του άρθρου 25 του παρόντα Κώδικα.
2. Το ίδιο ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται όταν, εμπορεύματα ελεύθερα δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, εξάγονται από μη καθοριζόμενα σημεία εισόδου - εξόδου.
3. Επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το τριπλάσιο των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, εάν βρεθούν επί πλοίου χωρητικότητας μέχρι εκατό (100) κόρων ή αποβιβασθούν από αυτό εμπορεύματα περισσότερα από τα αναγραφόμενα στο δηλωτικό εισαγωγής, καθώς και αν προκύψουν ποσοτικές διαφορές σε εμπορεύματα χυτά ή λυτά που υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%).
Όσες φορές τα επιπλέον δέματα ή δοχεία που βρέθηκαν φέρνουν διακριτικά σημεία και αριθμούς όμοια με των άλλων που αναγράφονται στο δηλωτικό, θεωρούνται ως μη δηλωθέντα τα υποκείμενα σε ανώτερο ποσό δασμοσφορολογικών επιβαρύνσεων.
Επίσης επί διαφορών που προκύπτουν σε χυτά ή λυτά ομοειδή εμπορεύματα, θεωρούνται ως μη δηλωθέντα τα υποκείμενα σε ανώτερο ποσό δασμοσφορολογικών επιβαρύνσεων.
Τα πρόσθετα τέλη της παρούσας παραγράφου καθορίζονται σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ και σε περίπτωση που, τα εμπορεύματα, δεν υπόκεινται σε δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις ή υπόκεινται σε αυτές και το τριπλάσιό τους, είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
1. Επιβάλλεται πρόστιμο εννιακοσίων (900) ευρώ σε οποιονδήποτε μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα μέσω τελωνειακού περιβόλου κατά παράβαση των διατάξεων της Τελωνειακής ή Λιμενικής Νομοθεσίας.
Σε περίπτωση υποτροπής, η οποία αφορά είτε το μεταφορέα, είτε το μεταφορικό μέσο, το παραπάνω πρόστιμο πενταπλασιάζεται, το δε μεταφορικό μέσο κατάσχεται.
2. Για οποιαδήποτε άλλη παράβαση του παρόντα Κώδικα, καθώς και υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων διαταγών εκδιδομένων για την εφαρμογή του, η οποία δεν τιμωρείται από ειδική διάταξη αυτού, επιβάλλεται πρόστιμο εννιακοσίων (900) ευρώ.
3. Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται και σε παραβάσεις διατάξεων που εκδίδονται με προεδρικά διατάγματα κατά εξουσιοδότηση του παρόντα Κώδικα, εφόσον δεν τιμωρούνται με ειδικές διατάξεις.
4. Επιβάλλεται πρόστιμο στο τριπλάσιο της διαφοράς των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που διέφυγαν με καταστρατήγηση των διατάξεων περί απόβαρου, όταν τα εμπορεύματα, τελωνίζονται με βάση το μικτό βάρος αυτών, εισάγονται γυμνά, παρά τον καθιερωμένο και συνήθη τρόπο συσκευασίας ή όταν τα εμπορεύματα υπόκεινται σε έκπτωση νομίμου απόβαρου ή στην πραγματική αποστάθμιση και σε κάθε περίπτωση εισάγονται μη συνοδευόμενα από τα απαιτούμενα εμπορικά έγγραφα μεταφοράς και αποστολής και εισάγονται συσκευασμένα, όχι με το συνήθη εμπορικό τρόπο, αλλά με ειδικό τρόπο, με σκοπό τη ζημιά του Δημοσίου.
5. Στους παραβάτες των περί εξαγωγής και των απλουστευμένων αυτής διατάξεων, επιβάλλεται για κάθε παράβαση και ανεξάρτητα από τις ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις για τη λαθρεμπορία, πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας FOB των εμπορευμάτων που προσδιορίστηκε για τελωνειακούς σκοπούς, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Αν η παράβαση συνεπάγεται και την απώλεια εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή τη λήψη μεγαλύτερων επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων, το πρόστιμο αυτό είναι τριπλάσιο προς την απώλεια ή τη διαφορά αυτή. Δεν επιβάλλεται πρόστιμο, αν η απώλεια ή η διαφορά δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%).
Σε περίπτωση επιβολής προστίμου ανακαλείται η έγκριση υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής και με πράξη του Προϊσταμένου της οικείας Τελωνειακής Περιφέρειας επιβάλλεται στον παραβάτη εξαγωγέα, στέρηση από ένα μέχρι τρία χρόνια της υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής, σε όλες τις Τελωνειακές Αρχές της δικαιοδοσίας του.
1. Όταν κατά τον έλεγχο των αποταμιευμένων εμπορευμάτων σε ιδιωτικές ή δημόσιες αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης ανακαλύπτονται διαφορές κατά ένα ποσοστό μεγαλύτερο ή μικρότερο, οι οποίες υπερβαίνουν κατά δύο τοις εκατό (2%) τη σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, οριζόμενη φύρα ή μεταβολές του είδους ή της ποιότητας των εμπορευμάτων επιβάλλεται πρόστιμο στον κύριο των εμπορευμάτων, όχι μεγαλύτερο από το διπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων για τα εμπορεύματα που λείπουν ή για αυτά που βρέθηκαν διαφορές στο είδος ή στην ποιότητά τους.
2. Εάν οι διαφορές στην ποιότητα, στην ποσότητα ή στο είδος υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%), εκτός της πληρωμής του κατά την προηγούμενη παράγραφο, προστίμου, ο κύριος των εμπορευμάτων υποχρεούται να καταβάλει αμέσως τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις για όλα τα αποταμιευμένα, στο όνομά του, εμπορεύματα. Ακόμη, σε περίπτωση υποτροπής, επιπλέον στερείται για ένα έτος του πλεονεκτήματος αποταμίευσης.
3. Εάν προκύπτει έλλειμμα στα δοχεία ή τα δέματα των σημειωμένων στα βιβλία της αποταμίευσης, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων για τα εμπορεύματα που λείπουν. Εάν το βάρος κάθε δοχείου ή δέματος που λείπει δεν είναι γνωστό, αυτό υπολογίζεται βάσει του μέσου βάρους των ομοειδών δεμάτων, που έχουν αποταμιευθεί με την ίδια αίτηση.
Για τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου επιφυλάσσεται η δίωξη για λαθρεμπορία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 περίπτωση γ' του άρθρου 155 του παρόντα Κώδικα και γίνεται αφαίρεση και της άδειας σε περίπτωση δίωξης για λαθρεμπορία.
4. Εάν μέσα στις ιδιωτικές αποθήκες αποταμίευσης βρίσκονται εμπορεύματα τα οποία δεν έχουν αναγραφεί στα βιβλία του αποταμιευτικού καταστήματος, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Παραβάσεις, που διαπιστώνονται στα πλαίσια του καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και επισύρουν την επιβολή προστίμου, αντιμετωπίζονται με τις γενικότερες Εθνικές Νομοθετικές Διατάξεις που ισχύουν για το εν λόγω καθεστώς.
ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ
1. Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της τελωνειακής παράβασης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 142 του παρόντα Κώδικα και ανάλογα με τον βαθμό της συμμετοχής εκάστου, άσχετα από την ποινική δίωξη αυτών, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 152, 155 και επομένων του παρόντα Κώδικα, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν και σε περίπτωση υποτροπής, το πενταπλάσιο.
Σε περίπτωση που η ως άνω υποτροπή λάβει χώρα εντός του ίδιου οικονομικού έτους, το επιβαλλόμενο πολλαπλό τέλος δεκαπλασιάζεται.
Επί υπερτιμολόγησης ή υποτιμολόγησης ως βάση επιβολής του ως άνω πολλαπλού τέλους αποτελεί η διαφορά των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που προκύπτει από τη ληφθείσα κατά τον τελωνισμό αξία και την τρέχουσα συναλλακτική τιμή.
Δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή, είναι δυνατόν να καταλογίζονται αυτοτελώς δια αιτιολογημένης πράξης καταλογισμού.
Οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και τις συναφείς Εθνικές Διατάξεις περί γένεσης της τελωνειακής οφειλής.
Στην περίπτωση που το τριπλάσιο των δασμών και λοιπών φόρων, που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1,500) ευρώ, το πρόστιμο καθορίζεται στο ποσό αυτό, το οποίο μπορεί να αυξομειώνεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
2. Το, από την προηγούμενη παράγραφο, προβλεπόμενο πολλαπλό τέλος επιβάλλουν με πράξεις τους, κατά τις διατάξεις του άρθρου 152 του παρόντα Κώδικα, οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Αρχών, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. Προς έκδοση της καταλογιστικής πράξης διαβιβάζεται στον Προϊστάμενο του αρμόδιου Τελωνείου, από τη Δημόσια Αρχή, που επιλήφθηκε πρώτη της δίωξης του λαθρεμπορίου, στις περιπτώσεις αυτόφωρης λαθρεμπορίας αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης και του σχηματισθέντος φακέλου προανάκρισης, στις άλλες δε περιπτώσεις αντίγραφο του φακέλου προανάκρισης.
3. Ο παραλαμβάνων Προϊστάμενος του αρμόδιου Τελωνείου, μετά την ενέργεια διοικητικής ανάκρισης, συντάσσει και εκδίδει, το ταχύτερο δυνατό, αιτιολογημένη πράξη, με την οποία, κατά περίπτωση, ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους υπαίτιους, το βαθμό της ευθύνης ενός εκάστου, τους αναλογούντες δασμούς και λοιπούς φόρους επί του αντικειμένου της λαθρεμπορίας.
Η πληρωμή του πολλαπλού τέλους δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων καθώς και εσόδων που συνιστούν Ίδιο Πόρο της Κοινότητας, οι οποίες καταλογίζονται παράλληλα και ανεξάρτητα προς την ποινή του άρθρου 160 παράγραφοι 2 και 4 του παρόντα Κώδικα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχεται και στη συνέχεια δημεύεται το αντικείμενο της λαθρεμπορίας.
4. Όλες οι πράξεις αυτές προσβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η τυχόν υποβολή αίτησης αναστολής δεν αναστέλλουν την είσπραξη του τριάντα τοις εκατό (30%) των προστίμων και πολλαπλών τελών, που επιβλήθηκαν από την Τελωνειακή Αρχή.
Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) που εισπράχθηκε, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται, ολικά ή μερικά, ανάλογα με την περίπτωση.
5. Η εκδοθείσα καταλογιστική πράξη είναι ανεξάρτητη από την παράλληλη κατά νόμο άσκηση ποινικής δίωξης, καθώς και την ποινική απόφαση που θα εκδοθεί.
Σε περίπτωση συρροής τελωνειακών παραβάσεων ή τελωνειακής παράβασης με άλλη ποινικώς τιμωρητέα πράξη, κάθε τελωνειακή παράβαση τιμωρείται ιδιαιτέρως, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα.
1. Αρμόδιοι για την επιβολή των προστίμων ή πολλαπλών τελών που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα είναι ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής της Περιφέρειας της τέλεσης της παράβασης. Όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο τόπος τέλεσης, αρμόδιος είναι ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας διαπιστώθηκε η παράβαση.
Σε κάθε άλλη περίπτωση ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης ή η διεύθυνση κατοικίας του παραβάτη, που υπέπεσε σε παράβαση.
Οι ως άνω, εντός του βραχύτερου δυνατού χρονικού διαστήματος από της καταχώρησης του πρωτοκόλλου στο οικείο βιβλίο ή της παραλαβής του και ύστερα από προηγούμενη λήψη της απολογίας του υπαιτίου της παράβασης και τη διενέργεια κάθε άλλης εξέτασης, την οποία τυχόν κρίνουν αναγκαία, προβαίνουν στην έκδοση αιτιολογημένης πράξης, με την οποία καταλογίζουν, σε βάρος των υπαιτίων και αστικώς συνυπεύθυνων, το πρόστιμο ή πολλαπλό τέλος.
Κατ' εξαίρεση σε περίπτωση συρροής τελωνειακών παραβάσεων τα κατά τον παρόντα Κώδικα πρόστιμα ή πολλαπλά τέλη μπορεί να επιβάλει για όλες τις συρρέουσες παραβάσεις ο αρμόδιος για τη μία από αυτές Διευθυντής ή Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 161 και επόμενα του παρόντα Κώδικα, περί αστικής ευθύνης, εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στις τελωνειακές παραβάσεις.
Η άγνοια των αστικώς συνυπεύθυνων για την πρόθεση των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων της τέλεσης της παράβασης δεν απαλλάσσει αυτούς από την ευθύνη.
3. Η κλήση προς απολογία κοινοποιείται δια παντός δημοσίου οργάνου, προκειμένου μεν για πρόσωπα των οποίων είναι γνωστή η διαμονή, καθώς και για πρόσωπα που εργάζονται σε πλοία, ως και για πλοιοκτήτες, με επίδοση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5, προκειμένου δε για πρόσωπα αγνώστου διαμονής ή για πρόσωπα που εργάζονται και διαμένουν στο εξωτερικό και είναι αγνώστου διαμονής, με τοιχοκόλληση της κλήσης στο Κατάστημα της προσκαλούσας Τελωνειακής Αρχής με την παρουσία δύο μαρτύρων.
Στην κλήση ορίζεται ανάλογη, κατά την κρίση της Τελωνειακής Αρχής, προθεσμία για απολογία από την κοινοποίηση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. Εάν ο καλούμενος δεν απολογηθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, η πράξη μπορεί να εκδοθεί και χωρίς την απολογία του.
4. Οι τελωνειακές παραβάσεις παραγράφονται εάν, μέσα σε τριετία από την τέλεση, δεν κοινοποιηθεί στον ή στους υπαίτιους η καταλογιστική πράξη του Διευθυντή ή του Προϊσταμένου της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής. Κατ' εξαίρεση η ως άνω προθεσμία ορίζεται επταετής προκειμένου περί των παραβάσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 142 του παρόντα Κώδικα.
5. Η πράξη κοινοποιείται, στον καθ' ου εκδόθηκε, με επίδοση, με οποιοδήποτε δημόσιο όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.). Αν δεν είναι γνωστή η διαμονή αυτού είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, σύμφωνα με βεβαίωση της αρμόδιας Κεντρικής Διεύθυνσης της Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας, η κοινοποίηση γίνεται με δημοσίευση περίληψης της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Ο καθ' ου εκδόθηκε η πράξη ή αυτοί, οι οποίοι κηρύχθηκαν αστικώς συνυπεύθυνοι με αυτόν, δικαιούνται προσφυγής σύμφωνα με τις οικείες προβλεπόμενες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Καθένας καταλογιζόμενος με πρόσθετο ή πολλαπλό τέλος ή κηρυσσόμενος αστικώς συνυπεύθυνος υποβάλλει μόνο τη δική του προσφυγή.
Σε περίπτωση προσφυγής κάποιου εκ των καταλογιζομένων προσώπων επωφελείται από την τυχόν εκδιδόμενη επιεικέστερη απόφαση και ο δι' αυτής κηρυχθείς αστικώς συνυπεύθυνος, ακόμη και αν δεν άσκησε ο ίδιος προσφυγή ή άλλο ένδικο μέσο.
7. Αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα προσφυγή, τα οφειλόμενα πρόστιμα ή πολλαπλά τέλη εισπράττονται, με βάση την πράξη της Τελωνειακής Αρχής, αναγκαστικά, εάν δεν καταβλήθηκαν εκουσίως από τους σύμφωνα με την πράξη υπόχρεους. Κατ' εξαίρεση η ως άνω πράξη της Τελωνειακής Αρχής είναι άμεσα μετά την έκδοσή της εκτελεστή, εφόσον καταλογίζονται με αυτή πρόσωπα που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένα στην Ελλάδα.
Η είσπραξη των πολλαπλών ή πρόσθετων τελών ενεργείται από την Τελωνειακή Αρχή. Μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου η πράξη επιβολής των προστίμων και πολλαπλών τελών κατέστη τελεσίδικη, η είσπραξη ανήκει στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).
8. Σε περίπτωση τροποποίησης, επί το επιεικέστερο, των διατάξεων του παρόντα Κώδικα, οι οποίες καθορίζουν είτε τα επιβλητέα πρόστιμα ή πολλαπλά τέλη επί τελωνειακών παραβάσεων είτε τα της αλληλέγγυου ευθύνης των συνεπαιτίων και αστικώς συνυπεύθυνων προς καταβολή τούτων, οι επιεικέστερες αυτές διατάξεις εφαρμόζονται, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά και επί των προ της ισχύος αυτών διαπραχθεισών ομοίων παραβάσεων, οι οποίες δεν κρίθηκαν ποτέ τελεσίδικες από άποψης διοικητικών ενδίκων μέσων, μέχρι της δημοσίευσης των εν λόγω τροποποιήσεων.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης
1. Όταν Τελωνειακή Αρχή διαπιστώνει λαθρεμπορίες ή απάτες από τις οποίες, βάσει Ειδικής Έκθεσης Ελέγχου, προκύπτει ότι διέφυγε και δεν αποδόθηκε στο Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ποσό πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, απαγορεύεται στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων.
Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του παραβάτη σε Τράπεζες ή άλλα Πιστωτικά Ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών.
2. Το παραπάνω ποσό μπορεί να αυξομειώνεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδονται το βραδύτερο μέχρι 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους.
3. Τα παραπάνω μέτρα λαμβάνονται σε βάρος των αυτουργών και συνεργών των αδικημάτων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Επί νομικών προσώπων αυτουργοί ή συνεργοί κατά περίπτωση θεωρούνται:
α) Για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο, είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
β) Για τις εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, οι ομόρρυθμοι εταίροι ή διαχειριστές αυτών και στις περιορισμένης ευθύνης εταιρίες, οι διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν αυτοί, ο κάθε εταίρος.
γ) Για τους συνεταιρισμούς, οι πρόεδροι ή οι γραμματείς ή οι ταμίες ή οι διαχειριστές αυτών.
δ) Για τις κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες, ως αυτουργοί των αδικημάτων της παραγράφου 1 θεωρούνται οι εκπρόσωποί τους και αν ελλείπουν αυτοί, τα μέλη τους.
Όταν στα μέλη αυτών περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ή αλλοδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαποί οργανισμοί εφαρμόζονται ανάλογα και οι διατάξεις των περιπτώσεων (α), (β), (γ) και (ε).
ε) Στις αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, ως αυτουργοί των αδικημάτων της παραγράφου 1 θεωρούνται οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες, που έχουν στην Ελλάδα.
στ) Επίσης, αυτουργοί θεωρούνται και όσοι δυνάμει του νόμου ή δικαστικής απόφασης, ή διάταξης τελευταίας βούλησης είναι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας, καθώς και ο επίτροπος ή κηδεμόνας ή διοικητής αλλότριων κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
ζ) Ως άμεσοι συνεργοί των αδικημάτων της παραγράφου 1 θεωρούνται ο προϊστάμενος του λογιστηρίου κάθε μορφής ή τύπου επιχείρησης ή όποιος συμπράττει με οιονδήποτε τρόπο γενικά στη διάπραξη των αδικημάτων του παρόντος, ως τοιούτου νοουμένου και του υπογράφοντος τη δήλωση, ως πληρεξούσιος.
η) Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί τιμωρούνται εφόσον, κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή, από την ιδιότητα τους και εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, γίνεται φανερό ότι γνώριζαν για τις πράξεις ή παραλείψεις, με τις οποίες εκπληρώθηκαν οι όροι των αδικημάτων, του παρόντος.
4. Αντίγραφο της πιο πάνω Ειδικής Έκθεσης Ελέγχου υποβάλλεται από την Αρχή που τη συνέταξε στην αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, η οποία υποχρεώνεται να ενημερώσει, με οποιονδήποτε τρόπο, όλες τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τις Τράπεζες και λοιπά Πιστωτικά Ιδρύματα.
Η ενέργεια αυτή κοινοποιείται συγχρόνως και στον παραβάτη με αντίγραφο της σχετικής Ειδικής Έκθεσης Ελέγχου στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί, μέσα σε ένα (1) μήνα από την ειδοποίησή του, να ζητήσει με αίτηση, προς τον Υπουργό Οικονομικών, την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων.
Ο Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της αίτησης. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προσφυγή.
5. Κατ' εξαίρεση των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά, όταν ο παραβάτης καταβάλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προς απόδοση στο Δημόσιο ποσών των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και των νόμιμων προσαυξήσεων αυτών. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου ο παραβάτης υποβάλλει σχετική αίτηση στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Υπηρεσίας, ο οποίος υποχρεώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες να εκδώσει προσωρινή ή μερική καταλογιστική πράξη.
Η άσκηση προσφυγής κατά της πράξης αυτής δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί κατά νόμο πράξεις καταλογισμού των ανωτέρω ποσών ή συμπληρωματικές χρεώσεις βεβαίωσης αυτών, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως.
Διοικητικές κυρώσεις
1. Το Διοικητικό Εφετείο με την ίδια απόφαση με την οποία αποφαίνεται περί της διαφυγής δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, ποσού άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και περί της επιβολής των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις, πολλαπλών τελών, απαγγέλλει υποχρεωτικά σε βάρος του παραβάτη την πλέον ενδεδειγμένη κατά περίπτωση και μία τουλάχιστον από τις εξής κυρώσεις:
α) Την απώλεια του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοπρασίες του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των Κοινωφελών Ιδρυμάτων και Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους.
β) Την απαγόρευση για περίοδο τριών (3) ετών της σύναψης σύμβασης με το Δημόσιο ή άλλους Δημόσιους Οργανισμούς ή Φορείς.
γ) Την απώλεια για περίοδο τριών (3) ετών του δικαιώματος λήψης δανείου με την εγγύηση του Δημοσίου ή δημόσιων επιχορηγήσεων ή κρατικών πιστώσεων.
2. Αν οριστικοποιηθεί η καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου της Τελωνειακής Αρχής, λόγω μη άσκησης προσφυγής ή άσκησης προσφυγής η οποία κρίθηκε τελεσίδικα ως εκπρόθεσμη ή κατέστη τελεσίδικη με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής υποχρεώνεται να ζητήσει με αίτησή του από το Διοικητικό Εφετείο να επιβάλει τις ποινές που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος.
Η απαγγέλλουσα τις στερήσεις απόφαση κοινοποιείται από το γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου στον Προϊστάμενο της Τελωνειακής Αρχής.
3. Ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να ανακοινώνει στις αρμόδιες Αρχές την καταλογιστική του πράξη ή την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με τις οποίες επιβάλλονται οι κυρώσεις της παραγράφου 1.
4. Οι κυρώσεις, τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, επιβάλλονται ανεξάρτητα από τις καταλογιζόμενες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις και τα πολλαπλά τέλη και πρόστιμα που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις.
5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση κατάργησης της δίκης.
ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
Έννοια λαθρεμπορίας
1. Λαθρεμπορία είναι:
α) η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς τη γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο.
β) οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Οι παραβάσεις της παραγράφου αυτής επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και αν ακόμη ήθελε κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.
2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται:
α) η διάθεση στην κατανάλωση, χωρίς έγγραφη άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής και πληρωμή του εισαγωγικού δασμού, φόρου και λοιπών επιβαρύνσεων, εμπορευμάτων, τα οποία έχουν εισαχθεί δυνάμει νόμου ή σύμβασης, ατελώς ή με μειωμένες επιβαρύνσεις για ορισμένες ειδικές χρήσεις ή η χρησιμοποίηση αυτών των εμπορευμάτων σε άλλες χρήσεις εκτός των ορισμένων ειδικών τοιούτων.
β) η εξαγωγή ή η εισαγωγή εμπορευμάτων των οποίων, κατά νόμο ή με απόφαση της αρμόδιας Αρχής, είναι απαγορευμένη η εξαγωγή ή η εισαγωγή, εκτός εάν με έγγραφη άδεια επιτράπηκε αυτή κατ' εξαίρεση της απαγόρευσης από την αρμόδια Αρχή.
γ) κάθε έλλειψη εμπορευμάτων από αποθήκες αποταμίευσης, με σκοπό να στερήσει το Δημόσιο από τους εισπρακτέους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ελλειπόντων, εκτός αν το σύνολο των ως άνω δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων που αναλογούν στα ελλείποντα εμπορεύματα δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ και καταβληθούν τα οφειλόμενα μέσα σε 48 ώρες, από την ανακάλυψη και βεβαίωση του ελλείμματος, οπότε χαρακτηρίζεται η πράξη ως απλή τελωνειακή παράβαση και εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 148 του παρόντα Κώδικα.
δ) η ύπαρξη εμπορευμάτων σε πλοία ανεξαρτήτως χωρητικότητας τα οποία παραπλέουν στην ακτή και κατευθύνονται σε ελληνικό λιμάνι χωρίς να αναφέρονται στο δηλωτικό του πλοίου.
ε) η ύπαρξη εμπορευμάτων, έστω και αναγεγραμμένων στο δηλωτικό, σε πλοίο, πλοιάριο ή πλωτό μέσο ανεξαρτήτου χωρητικότητας, το οποίο έχει προσορμίσει χωρίς ανώτερη βία σε λιμάνι ή όρμο του Κράτους, στο οποίο δεν επιτρέπεται η προσέγγιση.
στ) η κατά την ώρα της αναχώρησης από το πλοίο έλλειψη εμπορευμάτων, που φορτώθηκαν για το εξωτερικό ή για άλλο λιμάνι του Κράτους με παραστατικό διαμετακόμισης.
ζ) η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
η) η με οποιονδήποτε τρόπο αφαίρεση του αριθμού πλαισίου από αυτοκίνητο ή παραποίηση αυτού και η με οποιονδήποτε τρόπο τοποθέτησή του, ενσωμάτωσή του σε άλλο αυτοκίνητο, για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι.
Ως αυτουργοί του αδικήματος διώκονται τόσο οι τεχνικοί και οι άλλοι εκτελούντες τις σχετικές εργασίες, όσο και ο ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευόμενος το αυτοκίνητο στο οποίο μεταφέρεται ο ως άνω αριθμός.
θ) η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγομένων ή εξαγομένων εμπορευμάτων.
ι) η παράνομη εισαγωγή ή μεταφορά ειδών και δειγμάτων άγριας πανίδας και χλωρίδας που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, και προστατεύονται από Κοινοτικές ή Διεθνείς Συμβάσεις, τιμωρείται με τις διατάξεις περί λαθρεμπορίας, εκτός της περίπτωσης λαθραίας εισαγωγής αγρίων ζώντων ζώων, η οποία τιμωρείται με πρόστιμο τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Το πρόστιμο επιβάλλεται ανεξαρτήτως των κυρώσεων που τυχών προβλέπονται από άλλες διατάξεις.
Τα άγρια ζώντα ζώα επαναπροωθούνται σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς στο φυσικό τους περιβάλλον,.
ια) η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση στην κατανάλωση εμπορευμάτων που τελούν υπό καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης.
ιβ) η χωρίς άδεια εξαγωγή ειδών πολιτιστικής κληρονομιάς. Ως βάση επιβολής του πολλαπλού τέλους θα λαμβάνεται η αξία των ειδών αυτών, όπως αυτή θα προσδιορίζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ή άλλης αρμόδιας Αρχής.
1. Η, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, γραπτή άδεια της αρμόδιας Αρχής δεν αποκλείει τη λαθρεμπορία, όταν η άδεια εκδόθηκε, χωρίς να υπάρχει νόμιμη περίπτωση έκδοσής της ή χωρίς να ενεργηθούν οι κατά νόμο προαπαιτούμενες της έκδοσης αυτής διατυπώσεις και πληρωμές.
2. Ο δημόσιος υπάλληλος, που εξέδωσε με τον τρόπο αυτό την άδεια, τιμωρείται ως συνεργός λαθρεμπορίας, εάν ενήργησε με δόλο.
ΠΟΙΝΕΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
1. Η κατά το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα λαθρεμπορία τιμωρείται:
α) Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Εάν όμως το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαίτιου, το ελάχιστο όριο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο.
β) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους στις εξής περιπτώσεις:
-εάν διαπράχθηκε καθ' υποτροπή,
-εάν διαπράχθηκε ενόπλως ή υπό τριών ή περισσοτέρων μαζί,
-εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και άνω και
-εάν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα,
2. Σε περίπτωση υποτροπής ουδέποτε δύναται να επιβληθεί ποινή ελαφρότερη αυτής που έχει προηγουμένως επιβληθεί.
3. Σε περίπτωση απόπειρας επιβάλλεται η ποινή που επιβάλλεται στην τετελεσμένη λαθρεμπορία, στους δε συνεργούς δύναται να επιβληθεί η ποινή που επιβάλλεται κατά των αυτουργών.
1. Όταν οι στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας αντιστοιχούντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνουν στο σύνολο τα εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ δεν ασκείται ποινική δίωξη ή η αρξάμενη, εφόσον δεν εξεδόθη οριστική απόφαση καταργείται, εφόσον οι υπόχρεοι, παραιτούμενοι των, κατά το άρθρο 152 του παρόντα Κώδικα, καθοριζομένων ενδίκων μέσων, καταβάλλουν άμεσα το καταλογιζόμενο σ' αυτούς, κατά τις διατάξεις του άρθρου 150 του παρόντα Κώδικα, πολλαπλό τέλος, το οποίο καθορίζεται στο διπλάσιο των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Το υπό της παρούσης παραγράφου καθοριζόμενο όριο των ανηκόντων στο αντικείμενο λαθρεμπορίας δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, δύναται να αυξομειώνεται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής μόνον εάν το καταλογισθέν ποσό είναι ανώτερο του διπλασίου των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων.
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται και επί των περιπτώσεων παρανόμου εισαγωγής σιγαρέτων, καπνού πίπας και πούρων αλλοδαπής προέλευσης.
2. Οι τυχόν επιβεβλημένες κατασχέσεις αίρονται αυτοδίκαια αμέσως μετά την καταβολή των πολλαπλών τελών, εάν συντρέχει η περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται εάν η λαθρεμπορία διεπράχθη από δημόσιους υπαλλήλους ή ασκούντες στο Τελωνείο εκτελωνιστικό ή κομιστικό επάγγελμα ή άλλο συναφές προς την Τελωνειακή Υπηρεσία έργο, ή εάν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας ελήφθη στην κατοχή του διαπράξαντος τη λαθρεμπορία δια κλοπής ή άλλου αδικήματος.
4. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης χρηματικών αμοιβών προς τους συμβάλλοντες στην κατάσχεση λαθρεμπορευμάτων ή στους πληροφοριοδότες καταστολής λαθρεμπορικών πράξεων.
Με την ίδια απόφαση καθορίζονται επίσης τα ποσοστά χορήγησης χρηματικών αμοιβών, επί των εισπραχθέντων πολλαπλών τελών, ή του πλειστηριάσματος και μέχρι του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), αναλόγως των συνθηκών ανακάλυψης εκάστης συγκεκριμένης λαθρεμπορίας.
1. Η άσκηση ποινικής δίωξης με την κατηγορία της λαθρεμπορίας, της συμμετοχής ή της συνέργιας σε αυτή, σε βάρος δημοσίου υπαλλήλου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συνεπάγεται την κρίση του από το αρμόδιο όργανο για τη θέση του ή μη σε δυνητική αργία κατόπιν ακρόασης του.
Η αμετάκλητη παραπομπή δημοσίου υπαλλήλου στη διαδικασία του ακροατηρίου για ίδια ως άνω αδικήματα συνεπάγεται τη θέση του υπαλλήλου σε υποχρεωτική αργία και λαμβάνει, μέχρι έκδοσης αμετάκλητης απόφασης των Ποινικών Δικαστηρίων, το ένα τέταρτο (1/4) των αποδοχών του.
Σε περίπτωση που θα καταδικαστεί αμετάκλητα τουλάχιστον με ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, εκπίπτει αυτοδικαίως της υπαλληλικής θέσης.
Η καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για λαθρεμπορία, συνεπάγεται αυτοδικαίως, τις συνέπειες των άρθρων 61 και 63 του Ποινικού Κώδικα.
Ο δημόσιος υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στην Υπηρεσία αν αθωωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και λαμβάνει τις αποδοχές που στερήθηκε κατά το χρόνο της εκτός Υπηρεσίας παραμονής του.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν εφεξής και για τις εκκρεμείς υποθέσεις. Το αρμόδιο Συμβούλιο συνέρχεται εντός δεκαπέντε ημερών από τη δημοσίευση του παρόντα Κώδικα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών στις εκκρεμείς υποθέσεις, διατηρουμένου του δικαιώματος του Προϊσταμένου της Αρχής να ενεργήσει σύμφωνα με το εδάφιο α της παραγράφου 2 του άρθρου 104 του Υπαλληλικού Κώδικα.
2. Πλοίαρχοι, μηχανικοί, και καθένας που ανήκει στο πλήρωμα γενικά εμπορικού πλοίου ή αεροσκάφους, οι υπάλληλοι της υπηρεσίας των πρακτορείων των πλοίων και των αεροπορικών και των δι' αυτοκινήτων συγκοινωνιών και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι παντός βαθμού καθώς και οδηγοί αυτοκινήτων, εφόσον υποπέσουν στο αδίκημα της λαθρεμπορίας στερούνται πρόσκαιρα συνεπεία της καταδίκης τους του διπλώματός τους ή της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους ή εκπίπτουν της θέσης την οποία κατέχουν, κατά την κρίση του Ποινικού Δικαστηρίου.
1. Σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας τα εμπορεύματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο αυτής, δημεύονται.
2. Επίσης δημεύονται τα ζώα, οι άμαξες, το οχήματα, τα πλοία ανεξαρτήτως χωρητικότητας, τα εφοδιαστικά πλοία που προβαίνουν σε εικονικούς εφοδιασμούς και κάθε άλλο μεταφορικό μέσο, που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του αποτελούντος το αντικείμενο της λαθρεμπορίας εμπορεύματος. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση των κατά το παρόν άρθρο αντικειμένων λαθρεμπορίας, επιβάλλεται στον ένοχο ποινή χρηματική ίση με την αξία CIF αυτών, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλομένης κατά τον παρόντα Κώδικα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ρυθμίζεται η διαδικασία είσπραξης και απόδοσης της χρηματικής ποινής που έχει επιδικασθεί.
3. Η δήμευση σύμφωνα με το άρθρο αυτό επέρχεται ανεξάρτητα της συμμετοχής στο αδίκημα του έχοντος οποιοδήποτε δικαίωμα επί του πράγματος εκτός από της περιπτώσεως που ο ίδιος αποδείξει έλλειψη συμμετοχής ή γνώσης της τελεσθείσας αξιόποινης πράξης.
4. Εξαιρείται η περίπτωση κατά την οποία ο ένοχος της λαθρεμπορίας έλαβε στην κατοχή του με αδίκημα τα σε δήμευση, κατά το παρόν άρθρο, υποκείμενα, οπότε αποδίδονται μεν αυτά στον κύριο, αντί δε της δήμευσης επιβάλλεται στον ένοχο ποινή χρηματική ίση με την αξία CIF του αντικειμένου της λαθρεμπορίας, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής που επιβάλλεται κατά τον παρόντα Κώδικα. Εξαιρούνται επίσης από τη δήμευση αυτοκίνητα, των οποίων ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απαλλάχθηκε αμετάκλητα και απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και εν όψει του είδους, του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν μέσο ή αντικείμενο λαθρεμπορίας ή συναφούς με αυτή πράξης.
5. Τα δημευμένα, σύμφωνα με το παρόν άρθρο μετά την τελεσιδικία της περί δήμευσης απόφασης του Ποινικού Δικαστηρίου που δίκασε τη λαθρεμπορία περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και διατίθενται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα και της συναφούς νομοθεσίας.
6. Το πλειστηρίασμα των, κατά το παρόν άρθρο, δημευμένων και εκποιουμένων εισάγεται ως Δημόσιο Έσοδο, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί απόδοσης Ιδίων Πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ομοίως εισάγεται ως Δημόσιο Έσοδο, σε περίπτωση δήμευσης και μη απόδοσης των αντικειμένων τούτων στην Τελωνειακή Υπηρεσία η, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 167 του παρόντα Κώδικα, παρασχεθείσα χρηματική εγγύηση για την απόδοση αυτών.
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Το Ποινικό Δικαστήριο που εκδικάζει την κατηγορία για λαθρεμπορία δύναται, με την καταδικαστική απόφασή του, να κηρύξει αλληλέγγυα συνυπεύθυνο αστικά μετά του καταδικασθέντος για πληρωμή της καταγνωσθείσας χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, με αίτηση δε του ως πολιτικώς ενάγοντα παριστάμενου Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της επιδικασθείσας σε αυτό απαίτησης, τον κύριο ή τον παραλήπτη των εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας, και όταν ακόμα αυτός δεν έχει ποινική ευθύνη για τη λαθρεμπορία, όταν ο καταδικασθείς ενήργησε επί των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του κυρίου ή του παραλήπτη, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική σχέση με την οποία παρουσιάζεται ή καλύπτεται η εντολή, ήτοι αδιάφορα αν ο εντολοδόχος ενεργεί με το όνομα του εντολέα ή αν παρίσταται ως κύριος του εμπορεύματος ή με οποιαδήποτε άλλη προς αυτά νομική σχέση και αδιάφορα αν η ουσιαστική εκπροσώπηση του κυρίου είναι ειδική ή γενική, εκτός αν ήθελε αποδειχθεί ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχουν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης λαθρεμπορίας.
Εκτός του κατά το προηγούμενο άρθρο κυρίου ή παραλήπτη των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, το Ποινικό Δικαστήριο δύναται να κηρύξει επίσης αλληλεγγύως αστικά συνυπεύθυνους μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμή της καταγνωσθείσας χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, με αίτηση του ως πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου και της επιδικασθείσας σ' αυτό απαίτησης, τους ιδιοκτήτες των πλοίων, αυτοκινήτων, αμαξών ή αεροσκαφών, τις εταιρίες μεταφορών δια ξηράς, θάλασσας ή αέρος, ως και τους με οποιαδήποτε ιδιότητα ή ονομασία πράκτορες ή αντιπροσώπους αυτών ή των ιδιοκτητών πλοίων, αυτοκινήτων, αμαξών ή αεροσκαφών, ακόμη δε τους διευθυντές ξενοδοχείων και κάθε άλλης κατηγορίας καφενείων ή άλλων καταστημάτων προσιτών στο κοινό, και όταν ακόμη αυτοί δεν επέχουν ποινική ευθύνη για τη λαθρεμπορία, όταν αυτή διαπράχθηκε εντός των ανωτέρω μεταφορικών μέσων ή δι' αυτών ή εντός των άλλων υπό τη διεύθυνση των καταστημάτων ή δια της χρησιμοποίησης αυτών είτε προς εκτέλεση της λαθρεμπορίας, είτε προς διευκόλυνση αυτής με οποιονδήποτε τρόπο, είτε προς απόκρυψη των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία ήθελε αποδειχθεί ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχουν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης της λαθρεμπορίας.
Οι καταβάλλοντες έχουν δικαίωμα ανάληψης των καταβληθέντων από τους καταδικασθέντες, οι δε πράκτορες ή αντιπρόσωποι ναυτιλιακών εταιριών ή ιδιοκτητών πλοίων ή ιδιοκτητών άλλων μεταφορικών μέσων, από τις εταιρίες και ιδιοκτήτες, τους οποίους εκπροσωπούν.
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
1. Το αντικείμενο της λαθρεμπορίας ως και τα σε δήμευση υποκείμενα κατά το άρθρο 160 του παρόντα Κώδικα, μεταφορικά μέσα κατάσχονται:
α) Όταν η λαθρεμπορία είναι "εν τω πράττεσθαι". Είναι δε "εν τω πράττεσθαι" η λαθρεμπορία, όταν το αντικείμενο αυτής δεν τοποθετήθηκε ακόμη στον τόπο της οριστικής εναπόθεσής του, ήτοι στην οικία, το κατάστημα, την αποθήκη ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο προορισμένο από τον δράστη ή τον συμμέτοχο στην πράξη, για οριστική εναπόθεση του λαθρεμπορεύματος.
β) Αρτίως, μετά τη συντέλεση της λαθρεμπορίας. Η περίπτωση αυτή υφίσταται, όταν τοποθετήθηκε μεν το αντικείμενο της πράξης στον τόπο της οριστικής του εναπόθεσης, αλλά ο δημόσιος λειτουργός που ενεργεί την κατάσχεση αντιλήφθηκε αυτό ενώ, μεταφέρονταν, παρακολούθησε αυτό μέχρι τον τόπο της εναπόθεσης, στον οποίο ζήτησε να εισέλθει όταν έφθασε. Είναι αδιάφορο το χρονικό διάστημα μέχρι της στιγμής της εισόδου, εφόσον το διάστημα τούτο παρατάθηκε ένεκα εμποδίων που παρεμβλήθηκαν στην είσοδο του υπαλλήλου.
γ) Όταν ο δράστης συλλαμβάνεται πλησίον του τόπου της τέλεσης της λαθρεμπορίας να κατέχει οποιαδήποτε πειστήρια ή ανευρίσκεται το αντικείμενο ή το μέσο της λαθρεμπορίας, κατόπιν άμεσης καταγγελίας, μετά από καταδίωξη, μέχρι της 7ης εσπερινής της επόμενης ημέρας.
δ) Όταν έχουν τεθεί σε ανάλωση, χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή έχουν διαφύγει της τελωνειακής επιτήρησης που απαιτεί το καθεστώς, υπό το οποίο τελούν.
2. Επιτρέπεται η δέσμευση ειδών των οποίων αμφισβητείται η, σύμφωνα με τις Τελωνειακές Διατάξεις και τη συναφή με αυτές νομοθεσία, κατοχή για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η προς άρση της αμφισβήτησης έρευνα των αρμόδιων Τελωνειακών Αρχών.
1. Καθήκον και αρμοδιότητα σε ολόκληρο το τελωνειακό έδαφος για επιχείρηση κατάσχεσης του αντικειμένου ή του μεταφορικού μέσου ή του προς απόκρυψη ή συγκάλυψη της λαθρεμπορίας χρησιμοποιηθέντος είδους έχουν οι τελωνειακοί υπάλληλοι, και κατά λόγω αρμοδιότητας κάθε Ανακριτικός και Ειδικός ή Γενικός Προανακριτικός Υπάλληλος.
2. Απόντων των πιο πάνω οργάνων, η κατάσχεση του λαθρεμπορεύματος δύναται να επιχειρείται και από κάθε δημόσιο υπάλληλο.
3. Ειδικά στους τελωνειακούς περιβόλους, τις αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης, αποταμίευσης, φορολογικές αποθήκες και στους λοιπούς υποκείμενους τελωνειακά αναγνωρισμένους χώρους, αποκλειστικά αρμόδια για τους ελέγχους και τις κατασχέσεις των διακινούμενων μέσω των χώρων αυτών είναι μόνο η Τελωνειακή Υπηρεσία συνεπικουρούμενη, εφόσον χρειαστεί και μετά από πρόσκληση του Προϊσταμένου του αρμόδιου Τελωνείου και από τους κατά περίπτωση λοιπούς προανακριτικούς υπαλλήλους.
4. Η κατάσχεση επιβάλλεται με την παρουσία δύο ενηλίκων μαρτύρων, πολιτών Ελλήνων, ελλείψει δε αυτών προσλαμβάνονται άλλοι έστω και αν στερούνται τα προσόντα αυτά. Ελλείψει και αυτών η κατάσχεση γίνεται χωρίς την παρουσία μαρτύρων.
5. Αν το λαθρεμπόρευμα ή μεταφορικό μέσο το οποίο πρόκειται να κατασχεθεί βρεθεί κλεισμένο σε οικία, αποθήκη ή άλλο κλειστό χώρο, ο κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπάλληλος ή φύλακας προσκαλεί τους ευρισκόμενους εντός να ανοίξουν, εάν δε αυτοί δεν συμμορφωθούν, τότε ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται με παρουσία Δικαστικού Λειτουργού, ή αν δεν είναι αυτοί παρόντες με άλλο δημόσιο υπάλληλο, ή εν ελλείψει και αυτού, με δύο μάρτυρες και επιβάλλει την κατάσχεση.
1. Για την κατάσχεση συντάσσεται Έκθεση, στην οποία βεβαιώνεται με λεπτομέρεια, η ύπαρξη των κατά το άρθρο 164 του παρόντα Κώδικα όρων, με τους οποίους επιτρέπεται η κατάσχεση, και περιγράφεται με κάθε ακρίβεια το αντικείμενο, επί του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση, γίνεται δε αναφορά και της σύλληψης, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, αν διενεργηθεί αυτή.
Η Έκθεση αυτή υπογράφεται από τον συντάξαντα αυτή δημόσιο υπάλληλο ή φύλακα, τους παρευρεθέντες ενδιαφερομένους και τους μάρτυρες.
2. Εάν δεν θέλουν ή δεν δύνανται να υπογράψουν οι ενδιαφερόμενοι ή οι μάρτυρες, ή αν δεν υπάρχουν μάρτυρες γίνεται αναφορά στην Έκθεση. Ουσιώδη στοιχεία της Έκθεσης, των οποίων η έλλειψη συνεπάγεται ακυρότητα αυτής, είναι μόνο η παράλειψη της αναγραφής σε αυτή των κατά το άρθρο 164 του παρόντα Κώδικα όρων, με τους οποίους επιτρέπεται η κατάσχεση.
3. Αν συντρέχει κάποια περίπτωση από εκείνες του άρθρου 164 παράγραφος 1 περιπτώσεις (α), (β) και (γ) του παρόντα Κώδικα, συλλαμβάνεται ο δράστης από τα καθ' ύλην αρμόδια διωκτικά όργανα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 165 και προσάγεται αμέσως στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί παραπέρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που αφορούν στην άμεση εκδίκαση των εγκλημάτων "επ' αυτοφώρω".
1. Τα κατασχεθέντα αντικείμενα της λαθρεμπορίας ως και τα μεταφορικά μέσα προσάγονται αμέσως από το δημόσιο υπάλληλο, που ενήργησε την κατάσχεση στην Τελωνειακή Αρχή της Περιφέρειας, στην οποία διαπράχθηκε η λαθρεμπορία και αν ακόμη προέρχονται από κλοπή ή τα κατέχουν οι δράστες παράνομα. Αν είναι αδύνατη ή δυσχερής η μεταφορά των κατασχεθέντων, τότε σφραγίζονται αυτά από την αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ή ορίζεται φύλακας ή λαμβάνεται οποιοδήποτε άλλο μέτρο για τη διαφύλαξη αυτών.
2. Η Έκθεση Κατάσχεσης μετά τη διενεργηθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 169, προανάκριση, αποστέλλεται αμέσως στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αντίγραφο δε αυτής και του σχετικού πορίσματος της προανάκρισης αποστέλλονται μαζί με τα κατασχεθέντα στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής.
Η Έκθεση Κατάσχεσης κοινοποιείται στον καθ' ου ή σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον αμέσως μόλις αυτή περιέλθει στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών δύναται, μετά από αίτηση του κυρίου των κατασχεθέντων, η οποία υποβάλλεται, εντός 48 ωρών από της λήψης από τον Εισαγγελέα της Έκθεσης Κατάσχεσης, να άρει την κατάσχεση, εάν αυτή ενεργήθηκε άκυρα ή παράνομα ή εάν δεν υπάρχουν τα στοιχεία της λαθρεμπορίας σύμφωνα με το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα.
Δύναται δε εν πάση περιπτώσει, μετά από αίτηση του κυρίου των κατασχεθέντων, υποβαλλομένη εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, να διατάξει, την απόδοση σε αυτόν, με εγγύηση χρηματική, η οποία κατατίθεται νόμιμα και είναι ίση με την στο εσωτερικό αξία αυτών.
Η εγγύηση αυτή επέχει θέση τιμήματος πώλησης των κατασχεθέντων και υπόκειται στη σύμφωνα με το άρθρο 160 δήμευση. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επιτρέπεται μόνον ανακοπή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εντός 48 ωρών από την έκδοση του βουλεύματος, μη απαιτουμένης της επίδοσης αυτού.
3. Όταν η περί λαθρεμπορίας κατηγορία εισαχθεί στο Πλημμελειοδικείο, με τη διαδικασία της άμεσης εκδίκασης - αυτόφωρο, το δικαστήριο αποφαίνεται για τη δήμευση ή την απόδοση των αναφερόμενων στο άρθρο 160 κατασχεμένων ειδών, εάν δε αναβάλλει τη συζήτηση, δύναται να διατάξει τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
Κάθε πολίτης οφείλει, εάν προσκληθεί από δημόσιο υπάλληλο που πρόκειται να ενεργήσει ή ενεργεί ή ενήργησε την κατάσχεση λαθρεμπορεύματος ή τη σύλληψη δράστη λαθρεμπορίας, να παράσχει κάθε συνδρομή και ενίσχυση που θα του ζητηθεί ανάλογα με τις δυνάμεις του προσκαλούμενου.
1. Οι αναφερόμενοι, στο άρθρο 165 παράγραφοι 1 και 2, αμέσως μετά την κατάσχεση ή τη σύλληψη του δράστη, προβαίνουν στις ανακριτικές πράξεις, προκειμένου να βεβαιώσουν τη λαθρεμπορία, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, αποστέλλουν δε άμεσα την ενεργηθείσα προανάκριση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
2. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής αφού παραλάβει, σύμφωνα με το άρθρο 164 του παρόντα Κώδικα, τα κατασχεθέντα, συντάσσει σχετική Έκθεση, την όποια στέλνει άμεσα στον Εισαγγελέα και μεριμνά για τη μεταφορά ή φύλαξη αυτών και ενεργεί παραπέρα, σύμφωνα με τα άρθρα 170 και 171 του παρόντα Κώδικα.
1. Όταν η Τελωνειακή Αρχή παραλάβει τα εμπορεύματα ή μεταφορικά μέσα, που κατασχέθηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 164 και επόμενα του παρόντα Κώδικα, δημοσιεύει με τοιχοκόλληση στο Τελωνειακό Κατάστημα, πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο ώστε να εμφανισθεί εντός πέντε (5) ημερών και προκαταβάλει τις αναγκαίες δαπάνες για τη φύλαξη αυτών, μέχρι τελεσιδικίας της απόφασης, η οποία θα αποφανθεί για τη δήμευση αυτών. Το ποσό των δαπανών ορίζει ο Προϊστάμενος του Τελωνείου με πρωτόκολλο, με το οποίο δύναται να ορισθεί και η κατά χρονικά διαστήματα προκαταβολή.
2. Αν κανείς δεν προκαταβάλει τις δαπάνες αυτές κατά το χρόνο που ορίζεται στο πρωτόκολλο, η Τελωνειακή Αρχή προβαίνει στην εκποίηση, με δημοπρασία, των κατασχεθέντων. Η δημοπρασία προκηρύσσεται με διακήρυξη της Τελωνειακής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 45 του παρόντα Κώδικα. Η δημοπρασία ενεργείται στο κατάστημα της Τελωνειακής Αρχής με παρουσία του Προϊσταμένου αυτής ή του νόμιμου αναπληρωτή του, την ημέρα και ώρα που ορίστηκε με τη διακήρυξη και τρεις (3) τουλάχιστον ημέρες μετά την τελευταία τοιχοκόλληση.
Το αποτέλεσμα της δημοπρασίας εγκρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του παρόντα Κώδικα.
3. Η Τελωνειακή Αρχή δύναται, αν δεν υπάρξει αγοραστικό ενδιαφέρον ή ελλείψει τελωνειακών αποθηκευτικών χώρων, να αποστείλει με έγκριση του Υπουργού Οικονομικών τα κατασχεθέντα για πώληση σε άλλη Τελωνειακή Αρχή. Η πώληση ενεργείται με τις ίδιες διατυπώσεις από την Τελωνειακή Αρχή, στην οποία απεστάλησαν.
1. Αν τα κατασχεθέντα υπόκεινται σε φθορά ή ελάττωση αξίας για οποιονδήποτε λόγο ή η φύλαξη αυτών είναι δυσχερής και βεβαιούται αυτό με πρωτόκολλο της Τελωνειακής Αρχής, τότε δύναται αυτή να τα εκποιήσει με μονοήμερη δημοπρασία και αν ακόμη προσφέρεται σε καταβολή των εξόδων της φύλαξης οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος.
Η δημοπρασία ενεργείται με παρουσία του Προϊσταμένου της Τελωνειακής Αρχής ή του νόμιμου αναπληρωτή του.
2. Το πλειστηρίασμα κατατίθεται στο Τελωνείο επί παρακαταθήκη.
3. Τα κατασχεθέντα αντικείμενα, τα οποία για οποιονδήποτε λόγο δεν εκποιήθηκαν, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού και δεν διατάχθηκε η απόδοση με απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου, που δίκασε τη λαθρεμπορία, θεωρούνται μετά τρίμηνο από της τελεσιδικίας της απόφασης του Ποινικού Δικαστηρίου ως εγκαταλελειμμένα και περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου, εφαρμόζονται δε και γι' αυτά οι διατάξεις της παραγράφου 4 εδαφίου β καθώς και των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 48 του παρόντα Κώδικα για την εκποίησή τους.
4. Βιομηχανοποιημένα καπνά, που κατάσχονται ή δημεύονται, ως αντικείμενο λαθρεμπορίας παρερχομένων απράκτων των προθεσμιών που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 167 του παρόντα Κώδικα εκποιούνται σε τρεις (3) διαδοχικές δημοπρασίες, που απέχουν η μια από την άλλη δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες, αποκλειστικά και μόνο για την πραγματοποίηση εξαγωγής τους.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία διενέργειας της σχετικής δημοπρασίας, η οποία ενεργείται ενώπιον του Προϊσταμένου της Τελωνειακής Αρχής.
Το πλειστηρίασμα αυτής μετά την έκπτωση των εξόδων της εισάγεται ως δημόσιο έσοδο. Εφόσον η εκποίηση αποβεί άκαρπη, αυτά καταστρέφονται από τριμελή επιτροπή αποτελούμενη από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον Προϊστάμενο του Δικαστικού Τμήματος και έναν υπάλληλο με ελεγκτικά καθήκοντα της ίδιας Τελωνειακής Αρχής.
Για την καταστροφή αυτών συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο. Επίσης εκποιούνται ή καταστρέφονται κατά τα ανωτέρω τα παραπάνω προϊόντα σε περίπτωση δήμευσής τους από το Δικαστήριο. Κανένα δικαίωμα αποζημίωσης δεν δύναται να γεννηθεί κατά του Δημοσίου για οποιονδήποτε λόγο από νόμιμη κατάσχεση, εκποίηση ή καταστροφή των κατασχεθέντων λόγω λαθρεμπορίας.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις στα Τελωνεία, ή στις Δικαστικές Αρχές, κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντα Κώδικα.
5. Κανένα δικαίωμα αποζημίωσης δεν δύναται να γεννηθεί κατά του Δημοσίου για οποιονδήποτε λόγο από νόμιμη κατάσχεση, εκποίηση ή καταστροφή των κατασχεθέντων λόγω λαθρεμπορίας.
1. Αρμόδιο δικαστήριο για εκδίκαση του αδικήματος της λαθρεμπορίας κατά τα άρθρα 155, 156, 157, 159, 160 και επόμενα του παρόντα Κώδικα είναι εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε το αδίκημα.
2. Εάν ο κατηγορούμενος δεν συνελήφθη επ' αυτοφώρω ή εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν κατέστη εφικτή η άμεση εισαγωγή στο ακροατήριο της υπόθεσης κατά το άρθρο 166 του παρόντα Κώδικα ή εάν παρίσταται ανάγκη ανάκρισης για επιβεβαίωση της συμμετοχής και άλλων συνυπαίτιων ή της εκτέλεσης συναφών αδικημάτων, ο Εισαγγελέας απευθύνεται στον Ανακριτή, ο οποίος υποχρεούται να περατώσει την Ανάκριση, κατά προτεραιότητα από της περιέλευσης σε αυτόν της σχετικής δικογραφίας.
3. Μετά το πέρας της ανάκρισης δύναται ο Εισαγγελέας, με τη σύμφωνη γνώμη του Ανακριτή, να παραπέμψει τον κατηγορούμενο, με απευθείας κλήση, στο ακροατήριο. Κατά της κλήσης αυτής επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ο Εισαγγελέας Εφετών, όταν πάρει την προσφυγή, δύναται να διατάξει είτε τη συμπλήρωση της ανάκρισης, οπότε αυτή πρέπει να περατωθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, είτε την υποβολή της υπόθεσης στο Συμβούλιο, οπότε τούτο πρέπει να αποφανθεί για την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο εντός δέκα (10) ημερών από της περιέλευσης σε αυτό της δικογραφίας μετά της προσαρτημένης Εισαγγελικής Πρότασης.
4. Εάν το Συμβούλιο αποφανθεί ότι δεν υπάρχει λόγος για κατηγορία, το Βούλευμα εισάγεται εντός δέκα (10) ημερών από της έκδοσής του από τον Εισαγγελέα Εφετών, για επικύρωση ή μεταρρύθμιση στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο οφείλει να αποφανθεί εντός δέκα (10) ημερών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο πρέπει να γίνει εντός δεκαπέντε (15) ημερών, το αργότερο, από της παρέλευσης των προθεσμιών για άσκηση έφεσης ή αναίρεσης.
Το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δύναται να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, για περισσότερες αποδείξεις, σε ρητή δικάσιμη μη απέχουσα περισσότερο των δεκαπέντε (15) ημερών, από της αρχικά ορισθείσας ημέρας συζήτησης.
5. Οι διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται κατά τα λοιπά εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντα Κώδικα. Το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ενωση δύναται να προβάλει τις απαιτήσεις του για αποζημίωση, παριστάμενο ως πολιτικώς ενάγον, και το πρώτο επί ακροατηρίου δια των νομίμων αντιπροσώπων του ή δια του Εισαγγελέα που του ανατέθηκε με ειδική εντολή του Υπουργού των Οικονομικών. Η προβολή αυτή των απαιτήσεων του Δημοσίου δεν επιτρέπεται το πρώτον στο Εφετείο. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου για αποζημίωση δεν δύνανται να περιλαμβάνουν τις οφειλόμενες σ' αυτό δασμοφορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις.
(6. Εάν συρρέουν και άλλα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος, δεν εφαρμόζονται οι περί συνάφειας ορισμοί της Ποινικής Δικονομίας, αλλά το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου - Η παρ.6 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.19 άρθρ.45 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.).
1. Σε κάθε περίπτωση συζήτησης στο ακροατήριο, καλούνται από τον Εισαγγελέα, εκτός των κατηγορουμένων, κατά τις ίδιες διατυπώσεις και προθεσμίες, οι ενδεικνυόμενοι από την προανάκριση ως αλληλέγγυοι με αυτούς αστικά συνυπεύθυνοι κατά τα άρθρα 161 και 162 του παρόντα Κώδικα, οι οποίοι έχουν όλα τα δικαιώματα, τα οποία παρέχονται στον κατηγορούμενο, από την Ποινική Δικονομία, όταν τους επιδοθεί η κλήση για να εμφανισθούν στο ακροατήριο.
2. Ο αστικά υπεύθυνος που συμμετέχει στη συζήτηση δύναται να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα που ανήκουν στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, αλλά μόνο ως προς το μέρος το οποίο αναγνωρίζει την αστική αυτού ευθύνη. Όταν ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο, το δικαστήριο το οποίο κρίνει τούτο επιλαμβάνεται και του κεφαλαίου της απόφασης, του σχετικού με την ευθύνη των αστικά συνυπεύθυνων, έστω και αν δεν στρέφεται κατά αυτού το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο και όταν ακόμη δεν εμφανίσθηκε ο αστικά υπεύθυνος.
3. Ο αστικά υπεύθυνος και αν δεν κλητευθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου τούτου, δικαιούται πάντοτε να παρέμβει εκουσίως, στην ποινική δίκη και στο Εφετείο το πρώτο, αλλά μέχρι της έναρξης της αποδεικτικής διαδικασίας.
Ο κλητευθείς ή εκείνος ο οποίος κάνει με τη θέλησή του παρέμβαση δύναται να αποβληθεί από την ποινική διαδικασία με αίτησή του ή αυτεπάγγελτα εφόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν φέρει την ιδιότητα του αστικά συνυπεύθυνου σύμφωνα με τα άρθρα 161 και 162 του παρόντα Κώδικα.
Οποιοσδήποτε Οικονομικός Υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
Όταν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας ή το μεταφορικό μέσο αυτής κατάσχεται χωρίς να ανακαλυφθεί ο δράστης, ούτε και από την ανάκριση, ο Εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο Πλημμελειοδικείο, το οποίο αποφασίζει για τη δήμευση των κατασχεθέντων.
1. Καθένας που αξιώνει δικαίωμα επί των κατασχεθέντων αντικειμένων ή μεταφορικών μέσων λαθρεμπορίας, είτε ανακαλύφθηκε είτε όχι ο δράστης αυτής, αν θέλει να αμφισβητήσει τη δήμευση αυτών δύναται να υποβάλει τις αξιώσεις του με αίτησή του στον Εισαγγελέα.
Η αίτηση εισάγεται στο αρμόδιο Δικαστήριο και συζητείται με την κύρια συζήτηση με την οποία καλείται και ο αιτών αυτού. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αίτησης και, αν δεν αποφανθεί υπέρ της δήμευσης, διατάσσει την απόδοση των κατασχεθέντων ή του πλειστηριάσματος στο δικαιούχο, αφαιρουμένων των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων.
2. Την απόδοση στο δικαιούχο διατάσσει το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, όταν κρίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση δήμευσης.
3. Η απόδοση κατά τα ανωτέρω των κατασχεθέντων στο δικαιούχο από την Τελωνειακή Αρχή ενεργείται μετά την καταβολή ή μη, αναλόγως του αιτούμενου προορισμού των δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων.
Αν η αποφαινόμενη για τη δήμευση απόφαση του Δικαστηρίου είναι εκείνη, η οποία καταδικάζει το δράστη, καθίσταται τελεσίδικος, όταν παρέλθουν οι νόμιμες προθεσμίες των ενδίκων μέσων ως προς τον καταδικασθέντα.
Ο τρίτος, ο οποίος έχει αξιώσεις επί των δημευμένων αντικειμένων με βάση την απόφαση, δεν δύναται να προσβάλει με ένδικα μέσα την απόφαση, δύναται όμως να παρέμβει και υποβάλει τις αξιώσεις του σε κάθε συζήτηση της υπόθεσης, συνεπεία των ενδίκων μέσων του καταδικασθέντος.
4. Αν η αποφαινόμενη για τη δήμευση απόφαση του Δικαστηρίου δεν περιέχει διάταξη που να καταδικάζει τον δράστη της λαθρεμπορίας, δύναται να ανακοπεί από καθένα που έχει αξιώσεις επί των δημευμένων αντικειμένων, μη κληθέντος δε να παραστεί κατά τη συζήτηση επί της οποίας εξεδόθη, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, αρχομένης από της επομένης της ημέρας της έκδοσής της.
Επί της ανακοπής αποφαίνεται το Πλημμελειοδικείο, η δε απόφαση αυτού είναι τελεσίδικη και δεν επιτρέπεται κατ' αυτής ένδικο μέσο.
Άρθρο 177
1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχονται χερσαία, πλωτά ή εναέρια μεταφορικά μέσα, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας, το Υπηρεσιακό Όργανο, το οποίο επέβαλε την κατάσχεση, ή η Υπηρεσία, που υπηρετεί αυτό, τα παραδίδει μαζί με αντίγραφο της Έκθεσης Κατάσχεσης στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή, συντασσόμενης Έκθεσης Παράδοσης και Παραλαβής. Το ίδιο ως άνω όργανο ή η Υπηρεσία επισυνάπτει τα πρωτότυπα της Έκθεσης Κατάσχεσης και της Έκθεσης Παράδοσης και Παραλαβής στα υποβαλλόμενα στον αρμόδιο Εισαγγελέα στοιχεία της προανάκρισης και κοινοποιεί υποχρεωτικά προς την Τελωνειακή Αρχή και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) αντίγραφο του διαβιβαστικού εγγράφου της προανάκρισης.
2. Η Τελωνειακή Αρχή, στην οποία παραδόθηκαν τα αντικείμενα ή μεταφορικά μέσα αντικειμένων λαθρεμπορίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συντάσσει την κατά περίπτωση έκθεση επαλήθευσης, με την οποία προσδιορίζει τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που αναλογούν στην εισαγωγή τους και αποστέλλει αντίγραφό της στον αρμόδιο Εισαγγελέα μέσα σε ένα μήνα από την παράδοση των αντικειμένων και μεταφορικών μέσων που κατασχέθηκαν.
3. Εντός δέκα (10) ημερών από της αποστολής της Έκθεσης της προηγούμενης παραγράφου στον αρμόδιο Εισαγγελέα η Τελωνειακή Αρχή υποχρεούται να παραδώσει τα κατασχεθέντα με δαπάνες και με μέσα του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, μαζί με αντίγραφα της Έκθεσης Κατάσχεσής τους, της Έκθεσης Παράδοσης και Παραλαβής τους και της Έκθεσης Επαλήθευσης, στην πλησιέστερη Υπηρεσία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού προς φύλαξη, συντασσομένου σχετικού Πρωτοκόλλου Παράδοσης και Παραλαβής, του οποίου αντίγραφο αποστέλλεται από την Τελωνειακή Αρχή στον αρμόδιο Εισαγγελέα και εφόσον είναι δυνατό κοινοποιείται στον καθ' ου η κατάσχεση.
4. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού αμέσως, μόλις παραλάβει τα αντικείμενα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, συντάσσει, με τη σύμπραξη τελωνειακού υπαλλήλου, Έκθεση Κοστολόγησης για την αξία που έχουν στο εσωτερικό, στην οποία αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και η κατάσταση στην οποία βρίσκονται και στέλνει αντίγραφο αυτής της Έκθεσης στην Τελωνειακή Αρχή και στον Εισαγγελέα.
5. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αν κατά την κρίση του συντρέχει η αναφερόμενη στην παράγραφο 4 του άρθρου 160 του παρόντα Κώδικα περίπτωση μη δήμευσης των κατασχεμένων, μπορεί, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει, με αμετάκλητη απόφασή του, την άρση της κατάσχεσης και την απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη.
Η δικαιοδοσία αυτή του Συμβουλίου ασκείται μόνο αν, η μεν υπόθεση δεν έχει ακόμη εισαχθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το δε αντικείμενο ή μεταφορικό μέσο λαθρεμπορίου δεν εκποιήθηκε ούτε διατέθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 αυτού του άρθρου.
Το Δικαστήριο, χωρίς να δεσμεύεται από το Βούλευμα, αποφασίζει με οριστική απόφασή του, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 και στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 160του παρόντα Κώδικα.
Σε κάθε περίπτωση η εκτέλεση του Βουλεύματος ή της απόφασης προϋποθέτει την καταβολή των μη καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών και λοιπών φόρων.
6. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών μπορεί επίσης, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, να διατάξει, με αμετάκλητη απόφασή του, την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των κατασχεμένων στον ιδιοκτήτη, εφόσον αυτά δεν έχουν εκποιηθεί ή διατεθεί και υπό τον όρο της κατάθεσης χρηματικής εγγύησης ισόποσης με την αξία, που έχουν στο εσωτερικό, προκειμένου η εγγύηση αυτή να επέχει θέση αξίας του κατασχεμένου και υπόκειται στη δήμευση, που προβλέπεται από το άρθρου 160 του παρόντα Κώδικα.
7. Κάθε Βούλευμα ή απόφαση σχετικά με άρση της κατάσχεσης και απόδοσης των μεταφορικών μέσων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στον ιδιοκτήτη καθώς και κάθε απόφαση για δήμευσή τους κοινοποιείται αμελλητί από τον Εισαγγελέα στην Τελωνειακή Αρχή και στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού μαζί με βεβαίωση, που συνοδεύει τα στοιχεία αυτά ή και αυτοτελή από την οποία φαίνεται η ημερομηνία του αμετάκλητου αυτών.
Αν μέσα σε τρεις (3) μήνες, από την ημερομηνία που επιβλήθηκε η κατάσχεση, δεν έχει εκδοθεί ή δεν έγινε αμετάκλητο τέτοιο Βούλευμα ή απόφαση, ο Εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να ανακοινώσει αμελλητί το στοιχείο αυτό στις πιο πάνω Υπηρεσίες. Την αυτή κοινοποίηση ή γνωστοποίηση δικαιούται να ενεργήσει και κάθε ενδιαφερόμενος και με τις ίδιες συνέπειες.
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού εάν, μετά την παρέλευση (3) τριών μηνών από την ημερομηνία κατάσχεσης, δεν έχει λάβει την πιο πάνω έγγραφη γνωστοποίηση ή ανακοίνωση, προβαίνει στην εκποίηση ή διάθεση των μέσων αυτών.
Όμοια εκποίηση ή διάθεση από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού γίνεται αν περάσουν έξι (6) μήνες, από τότε που έγιναν αμετάκλητα η απόφαση ή το Βούλευμα για άρση της κατάσχεσης των μεταφορικών μέσων ως αντικειμένων λαθρεμπορίας ή των μεταφορικών μέσων λαθρεμπορευμάτων και απόδοσής τους στον ιδιοκτήτη και δεν έχουν παραληφθεί από τον ιδιοκτήτη από αποκλειστική αυτού υπαιτιότητα και το οποιοδήποτε αντάλλαγμά τους εισάγεται ως Δημόσιο Έσοδο, αποκλειομένου του δικαιώματος αποζημίωσης.
Η προαναφερόμενη εκποίηση ή διάθεση γίνεται, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου υλικού εκποίηση ή διάθεση ειδών, που ανήκουν στο Δημόσιο και οι οποίες εφαρμόζονται σε αυτές τις περιπτώσεις ανάλογα.
8. Αν, μετά την εκποίηση ή διάθεση των κατασχεμένων, διατάχθηκε αμετάκλητα η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού ως αποζημίωση:
α) Εφόσον είχαν οπωσδήποτε και από οποιονδήποτε κατά νόμο υπόχρεο καταβληθεί οι προσήκοντες φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις:
α.α. ποσό ίσο με την αναφερόμενη στην Έκθεση Κοστολόγησης αξία, αν τα κατασχεμένα έχουν παραχωρηθεί και
α.β. ποσό ίσο με το τίμημα που επιτεύχθηκε στη δημοπρασία, αν έχουν εκποιηθεί.
β) Αν δεν είχαν καταβληθεί οι αναφερόμενοι στο προηγούμενο εδάφιο φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις, ποσό ίσο με την εργοστασιακή αξία των κατασχεθέντων, όπως αυτή προσδιορίζεται στην Έκθεση Επαλήθευσης της Τελωνειακής Αρχής μειωμένο ανάλογα, λόγω παλαιότητας και τυχόν ελλείψεων ή ζημιών.
Οι πιο πάνω αποζημιώσεις καταβάλλονται έντοκα από την ημερομηνία που ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού έλαβε γνώση της υποχρέωσής του προς απόδοση, μέχρι της ημερομηνίας έκδοσης του σχετικού χρηματικού εντάλματος πληρωμής.
Προϋπόθεση της ως άνω καταβολής είναι η προηγούμενη καταβολή των μη καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή η τυχόν δυνάμενη να γίνει συμψηφιστική καταβολή τούτων. Μετά την κατά τα ως άνω καταβολή της πιο πάνω αποζημίωσης εξαντλείται κάθε ευθύνη του Δημοσίου και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού.
9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται ειδικότερες λεπτομέρειες για την αναφερόμενη στις παραγράφους 7 και 8 αυτού του άρθρου εκποίηση ή διάθεση και τον τρόπο καταβολής της αποζημίωσης.
Στα αντικείμενα λαθρεμπορίας και μεταφορικά τους μέσα, που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο, εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις του παρόντα Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει.
10. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου τελεί υπό την προϋπόθεση ότι τα αναφερόμενα σε αυτό μεταφορικά μέσα, δεν προορίζονται για τις ανάγκες των Τελωνειακών Αρχών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του ν. 1567Ι1985 (ΦΕΚ 171 Α') δι' αποφάσεως της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής, υπό τον όρο της μεταγενέστερης δήμευσης.
Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο ουδεμία ευθύνη φέρει για τυχαία γεγονότα ούτε υποχρεούται σε άλλες δαπάνες έξοδα ή αποζημιώσεις έναντι παντός.
11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 10 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί κατάσχεσης μεταφορικών μέσων, που χρησιμοποιούνται ως μεταφορικά μέσα ναρκωτικών ουσιών ή λαθρομεταναστών, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κλεμμένων αυτοκινήτων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται το κόστος φύλαξης των κλεμμένων αυτοκινήτων, οι διαδικασίες παράδοσης αυτών στους ιδιοκτήμονες, καθώς και οι διαδικασίες εγκατάλειψής τους υπέρ του Δημοσίου.
12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορισθεί ότι εξαιρούνται από την παράδοση στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) ένα ή περισσότερα χερσαία, πλωτά ή εναέρια μεταφορικά μέσα, από εκείνα που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορευμάτων, ναρκωτικών ουσιών και λαθρομεταναστών, καθώς και ότι ανατίθεται η φύλαξή τους σε ορισμένο Τελωνείο.
Μετά την περιέλευση της κυριότητας, των μέσων αυτών, στο Δημόσιο λόγω παρόδου των προθεσμιών που αναγράφονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου ο Υπουργός Οικονομικών με απόφασή του τα διαθέτει σε Τελωνειακές Αρχές, που είναι αρμόδιες για τη δίωξη του λαθρεμπορίου και των ναρκωτικών, είτε σε υπηρεσίες του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.).
Αν διαπιστωθεί ότι τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για τις ανάγκες των πιο πάνω υπηρεσιών, ο Υπουργός Οικονομικών με όμοια απόφασή του διατάσσει την απόδοσή τους στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού. Αν μετά τη διάθεση του μέσου που κατασχέθηκε, διατάχθηκε αμετακλήτως με Βούλευμα ή δικαστική απόφαση η απόδοσή του στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) ως πλήρης αποζημίωση ποσό ίσο με την αξία του μέσου, όπως αυτή ορίζεται στην Έκθεση Κοστολόγησης, στην οποία υπολογίζονται ή όχι, κατά περίπτωση, οι δασμοί, οι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που έχουν καταβληθεί και που συντάσσεται αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για φύλαξη των μέσων που κατασχέθηκαν. Εφόσον ο δικαιούχος δεν αποδέχεται το ποσό της αποζημίωσης, δύναται να προσφύγει, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) της Έκθεσης Κοστολόγησης, στα Διοικητικά Δικαστήρια για τον καθορισμό της αξίας των ως άνω μεταφορικών μέσων.
Η Έκθεση Κοστολόγησης συντάσσεται στην περίπτωση αυτή από τον Προϊστάμενο του Τελωνείου Κατάσχεσης των μέσων, τον αρμόδιο Οικονομικό Επιθεωρητή και ένα μηχανολόγο - μηχανικό της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της οικείας Νομαρχίας ή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.).
Οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών της παραγράφου αυτής κοινοποιούνται στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού, καθώς και στην αρμόδια για τη σχετική παράβαση Εισαγγελική Αρχή.
Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, οι κοινοποιήσεις που ενεργούνται από την Εισαγγελική Αρχή γίνονται προς το οικείο Τελωνείο φύλαξης αντί προς τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου υλικού.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Οι δικονομικές διατάξεις του παρόντα Κώδικα εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις της τέλεσης εγκλημάτων λαθρεμπορίας πριν από την ισχύ αυτού, εφόσον δεν εκδικάστηκαν οριστικά.
2. Απαγορεύεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού ή αναγκαστικού μέτρου σε εκτέλεση απόφασης ή διάταξης πολιτικού Δικαστηρίου και από οποιαδήποτε αιτία, για εμπορεύματα που εναποτίθενται ή αποθηκεύονται στις αποθήκες ή χώρους προσωρινής εναπόθεσης ή αποταμίευσης που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα. 3.
α) Σε όσες περιπτώσεις έχει ασκηθεί νόμιμα προσφυγή κατά καταλογιστικής πράξης με την οποία επιβάλλονται πολλαπλά τέλη και η δικαστική απόφαση επί της προσφυγής κατέστη τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, με αποτέλεσμα να έχουν επιδικαστεί κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 1165/1918) αλλά να μην έχουν ακόμα εισπραχθεί εν μέρει ή εν όλω πολλαπλά τέλη, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το τριπλάσιο των προβλεπόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το ποσό των πολλαπλών τελών πέραν του τριπλασίου διαγράφεται, ανεξαρτήτως ταμειακής βεβαιώσεως αυτών από το αρμόδιο Τελωνείο.
Η είσπραξη των ανωτέρω πολλαπλών τελών θα περιοριστεί συνολικά, λαμβανομένων υπόψη και κατόπιν συμψηφισμού των ήδη εισπραχθέντων, στο τριπλάσιο των ανωτέρω επιβαρύνσεων.
β) Τυχόν νόμιμες προσαυξήσεις, τέλη εκπρόθεσμης καταβολής και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ανωτέρω πολλαπλών τελών περιορίζονται και εισπράττονται υπολογιζόμενα με βάση το ύψος των συνολικώς καταβαλλόμενων πολλαπλών τελών, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή της ανωτέρω υπό α΄ διάταξης. Οι προσαυξήσεις πέραν του ανωτέρω ύψους διαγράφονται
γ) Σε περίπτωση που το ήδη εισπραχθέν ποσό υπερβαίνει το τριπλάσιο των προβλεπόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν υποχρεούται σε επιστροφή του υπερβάλλοντος.
δ) Η απαλλαγή χορηγείται μετά από αίτηση του οφειλέτη στο Τελωνείο ή την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην οποία ανήκει η είσπραξη των πολλαπλών τελών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 152 παρ. 7 εδάφ. 2 του παρόντος νόμου.
3.
α) Σε όσες περιπτώσεις έχει ασκηθεί νόμιμα προσφυγή κατά καταλογιστικής πράξης με την οποία επιβάλλονται πολλαπλά τέλη και η δικαστική απόφαση επί της προσφυγής κατέστη τελεσίδικη πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, με αποτέλεσμα να έχουν επιδικαστεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου Τελωνειακού Κώδικα (ν.1165/1918) αλλά να μην έχουν ακόμα εισπραχθεί εν μέρει ή εν όλω πολλαπλά τέλη, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το τριπλάσιο των προβλεπόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το ποσό των πολλαπλών τελών πέραν του τριπλασίου διαγράφεται, ανεξαρτήτως ταμειακής βεβαιώσεως αυτών από το αρμόδιο Τελωνείο.
Η είσπραξη των ανωτέρω πολλαπλών τελών θα περιοριστεί συνολικά, λαμβανομένων υπόψη και κατόπιν συμψηφισμού των ήδη εισπραχθέντων, στο τριπλάσιο των ανωτέρω επιβαρύνσεων.
β) Τυχόν νόμιμες προσαυξήσεις, τέλη εκπρόθεσμης καταβολής και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ανωτέρω πολλαπλών τελών περιορίζονται και εισπράττονται υπολογιζόμενα με βάση το ύψος των συνολικώς καταβαλλόμενων πολλαπλών τελών, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή της ανωτέρω υπό α' διάταξης.Οι προσαυξήσεις πέραν του ανωτέρω ύψους διαγράφονται.
γ) Σε περίπτωση που το ήδη εισπραχθέν ποσό υπερβαίνει το τριπλάσιο των προβλεπόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν υποχρεούται σε επιστροφή του υπερβάλλοντος.
δ) Η απαλλαγή χορηγείται μετά από αίτηση του οφειλέτη στο Τελωνείο ή την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στην οποία ανήκει η είσπραξη των πολλαπλών τελών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 152 παρ. 7 εδάφ. 2 του παρόντος νόμου. - Η παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 3259/04.
4. Όπου στον παρόντα Κώδικα αναφέρεται ο όρος «πετρελαιοειδή προϊόντα» νοούνται τα ενεργειακά προϊόντα και η ηλεκτρική ενέργεια.
5. Η είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για το φυσικό αέριο των περιπτώσεων ιστ΄, ιζ΄ και ιη΄ του άρθρου 73 αναστέλλεται έως την 1.1.2014.
6. Η είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για την ηλεκτρική ενέργεια αναστέλλεται έως την 1.1.2010.
7. Όπου σε άλλες διατάξεις γίνεται παραπομπή σε τίτλους και κωδικούς αριθμούς Συνδυασμένης Ονοματολογίας άλλου κανονισμού αναφορικά με ενεργειακά προϊόντα, κατά αντιστοιχία ισχύουν οι κωδικοί αριθμοί της Συνδυασμένης Ονοματολογίας της παραγράφου 4 του άρθρου 73 του παρόντα Κώδικα.- Η παρ. 4- 7 προστέθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 3336/05.
Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του υπουργού Οικονομικών, ρυθμίζονται τα σχετικά με την εσωτερική οργάνωση της λειτουργίας των Τελωνειακών Αρχών και τα καθήκοντα των Τελωνειακών Υπαλλήλων.
1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται να προσαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντα με τις πράξεις των αρμόδιων Οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή και οι οποίες αναφέρονται σε θέματα που ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο από τον παρόντα Κώδικα.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την προσαρμογή των τελωνειακών διαδικασιών προς τις αντίστοιχες διαδικασίες, όπως καθορίζονται με πράξεις των Κοινοτικών Οργάνων.
3. Οι υπουργικές αποφάσεις, που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
1. Τα προεδρικά διατάγματα και οι Αποφάσεις Υπουργού Οικονομικών (Α.Υ.Ο.), Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (Κ.Υ.Α.) που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση διατάξεων άρθρων του ν. 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικα", εφόσον οι εξουσιοδοτικές διατάξεις συμπεριλαμβάνονται και στον παρόντα Τελωνειακό Κώδικα, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι αντικατάστασής τους.
2. Οι διοικητικές και κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του ν. 1165/1918, του ν. 2127/1993 και του ν. 2682/1999 αναλόγως προσαρμοζόμενων, εξακολουθούν να ισχύουν και για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντα Κώδικα. Άρθρο 182 Τιμές, ποσά, πρόστιμα, συντελεστές που αποδίδονται στον παρόντα Κώδικα σε ευρώ ισχύουν από 1.1.2002.
1. Με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα δεν θίγονται οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών του Γενικού Χημείου του Κράτους σε θέματα:
α) ελέγχου της καταλληλότητας των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών και παραγόμενων έτοιμων προϊόντων,
β) καθορισμού συντελεστή απόδοσης πρώτων υλών σε έτοιμα προϊόντα, όπου απαιτείται,
γ) προσδιορισμού νόμιμης φύρας,
δ) καθορισμού υλών μετουσίωσης στις περιπτώσεις που απαιτείται,
ε) δειyματοληπτικών ελέγχων και χημικών αναλύσεων για τον προσδιορισμό του είδους του αλκοολικού τίτλου και των βαθμών ΡLΑΤΟ, στ) παρακολούθησης της παραγωγικής διαδικασίας από ποιοτικής πλευράς.
2. Ομοίως οι Υπηρεσίες του Γενικού Χημείου του Κράτους συμμετέχουν σε κοινές επιτροπές με τις αρμόδιες Αρχές για τη διενέργεια ογκομετρήσεων των δεξαμενών και άλλων αποθηκευτικών χώρων, για τον προσδιορισμό της ποσότητας των παραγόμενων προϊόντων, καθώς και για τον έλεγχο της νόμιμης χρησιμοποίησης των παραλαμβανόμενων με μερική ή ολική απαλλαγή προϊόντων για ορισμένες χρήσεις.
Καταργούμενες και λοιπές διατάξεις
1. Από την έναρξη εφαρμογής του παρόντα Κώδικα καταργούνται οι παρακάτω διατάξεις όπως ισχύουν:
α) του ν. 1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικα",
β) των άρθρων 1 έως και 69 του ν. 2127/1993, πλην της παραγράφου 5 του άρθρου 26 και των άρθρων 31 και 32 του ίδιου νόμου,
γ) των άρθρων 1 έως και 21, των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 22 του ν. 2682/1999,
δ) του άρθρου 13 της παραγράφου 40 του ν. 2686/1996,
ε) του άρθρου 26 της παραγράφου 6 του ν. 2187/1994.
στ) Το άρθρο 3 του Ν. 2074/1992 (ΦΕΚ 128 Α΄), όπως ισχύει.
ζ) Η παράγραφος 7 του άρθρου 7 του Ν. 2364/1995 (ΦΕΚ 252 Α΄/6.12.1995).
η) Το άρθρο 59 του Ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄/ 2.11.2004).θ) Το στοιχείο VI της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Ν. 1439/1984 (ΦΕΚ 65 Α΄).
ι) Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 27 του Ν. 2948/ 2001 (ΦΕΚ 242 Α΄/19.10.2001).
ια) Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του Ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄)..- Η παρ. στ - ια προστέθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 10 του ν. 3336/05.
2. Επίσης, καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα.
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 2002.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους