Αυτοκίνητα - Τροποποίησεις Τελ. Κώδικα

 

ΝΟΜΟΣ 3583/2007 - ΦΕΚ 142/Α'/28.6.2007

 

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 2960/2001

 

Αρθρο 1

 

    Στο ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265/Α') «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις:

 

    1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 καταργείται.

 

    2. Το άρθρο 11 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Όλα τα τελωνειακά παραστατικά, που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές είτε γραπτά είτε με τη χρήση μηχανογραφικής μεθόδου και από την ημερομηνία αποδοχής τους, από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, αποτελούν τίτλους υπέρ του Δημοσίου.

    2. Τα στοιχεία που απορρέουν από τα τελωνειακά παραστατικά είναι απόρρητα και απαγορεύεται η γνωστοποίησή τους σε οποιονδήποτε τρίτο, εκτός από τη δικαστική αρχή, μόνο εφόσον έχει διαταχθεί ανάκριση, προς διακρίβωση της τέλεσης αξιόποινης πράξης σε βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η χορήγηση πληροφοριών από τα παραστατικά έγγραφα των τελωνείων στις δημόσιες αρχές επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που ανακύπτουν θέματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος και διεκδίκησης πόρων.»

 

    3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Ο πλοίαρχος κάθε πλοίου, που προέρχεται από το εξωτερικό και καταπλέει σε λιμάνι ή όρμο της χώρας ή βρίσκεται αγκυροβολημένο εντός των χωρικών υδάτων για οποιαδήποτε αιτία, ακόμη και λόγω ανώτερης βίας, οφείλει να καταθέσει στην Τελωνειακή Αρχή δηλωτικό του φορτίου μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από τον κατάπλου και πάντως πριν από τον απόπλου. Την ίδια υποχρέωση έχει ο πλοίαρχος και αν το πλοίο δεν φέρει φορτίο.

Της παραπάνω υποχρέωσης εξαιρούνται τα πλοία με χωρητικότητα κάτω των εκατό κόρων, με την προϋπόθεση ότι αυτά δεν φέρουν φορτίο.»

 

    4. Το εδάφιο 3 της παραγράφου 1 του άρθρου 25 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «Η χρήση των προσωρινών αυτών αποθηκών ή χώρων επιτρέπεται να γίνεται από περισσότερους του ενός μεταφορείς και εισαγωγείς εμπορευμάτων.»

 

    5. Στο άρθρο 25 προστίθεται νέα παράγραφος 17, ως ακολούθως:

    «17. Επιτρέπεται, με έγκριση της Τελωνειακής Αρχής και εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, η προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων σε αποθήκες ή χώρους παραχωρούμενους από το πρόσωπο που κατέχει τα εμπορεύματα.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου αυτής, καθώς και του εδαφίου 3 της ανωτέρω παραγράφου 5.»

 

    6.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 27 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «2. Η μη τήρηση των διατάξεων περί καταγωγής των εμπορευμάτων θεωρείται ως απλή τελωνειακή παράβαση με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας.»

 

    7. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 29 αντικαθίστανται και προστίθενται σε αυτό νέες παράγραφοι 6 και 7 ως ακολούθως:

    «1. Τελωνειακή οφειλή είναι η υποχρέωση κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου έναντι Τελωνειακής Αρχής για καταβολή του συνόλου των δασμών, των φόρων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), και των λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου, που αναλογούν σε εμπορεύματα και τα επιβαρύνουν κατά τις οικείες διατάξεις.»

    «3. Η τελωνειακή οφειλή υπολογίζεται από τις αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 26 του παρόντος Κώδικα, βεβαιώνεται επί των οικείων παραστατικών εγγράφων αρχικά ή συμπληρωματικά, ή με έκδοση καταλογιστικής πράξης όπου απαιτείται, και εγγράφεται στα ειδικά λογιστικά βιβλία.»

    «6. Υπόχρεος για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής είναι ο διασαφιστής, το πρόσωπο στο όνομα του οποίου κατατίθεται Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και Λοιπών Φορολογιών, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο σε βάρος του οποίου γεννάται η οφειλή κατά τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας.

Για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής ευθύνονται επίσης, προσωπικά και αλληλέγγυα και τα φυσικά πρόσωπα, όπως αυτά αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) και (γ) της παραγράφου 3 του άρθρου 153 του παρόντος Κώδικα, καθώς και οι διαχειριστές εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και οι εκκαθαριστές ανωνύμων εταιρειών ή συνεταιρισμών ή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης αυτής.»

    «7. Τελωνειακή οφειλή, που βεβαιώθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατ' εφαρμογή των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας, για την οποία απέβησαν άκαρπες όλες οι νόμιμες ενέργειες για την είσπραξή της και έχει υποπέσει σε παραγραφή κατά τις οικείες διατάξεις του νόμου «περί δημοσίου λογιστικού» (ν. 2362/1995 ΦΕΚ 247 Α'), διαγράφεται.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται το αρμόδιο όργανο, οι όροι και οι προϋποθέσεις, ο τρόπος, η διαδικασία, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαγραφή της οφειλής που έχει υποπέσει σε παραγραφή.»

 

    8.  Η παράγραφος 4 του άρθρου 31 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «4. Η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της πράξης βεβαίωσης των ποσών που, από οποιαδήποτε αιτία, δεν εισπράχθηκαν ή ελλιπώς βεβαιώθηκαν ή εισπράχθηκαν, όπως επίσης και η άσκηση προσφυγής, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός εάν καταβληθεί ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) της οφειλής που βεβαιώθηκε όταν αφορά εθνικούς πόρους και κατατεθεί εγγύηση ισόποση με το εκατό τοις εκατό (100%) της οφειλής όταν αφορά ίδιους πόρους της κοινότητας. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και για τις πράξεις βεβαίωσης της Τελωνειακής Αρχής για εμπορεύματα που παραδόθηκαν με τελωνειακό καθεστώς, που επιφέρει αναστολή είσπραξης των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Η αίτηση αναστολής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων κατά της πράξης βεβαίωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.»

 

    9.  Η παράγραφος 8 του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «8. Η ποινή ανακριβούς δήλωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 42, επιβάλλεται, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, και στην περίπτωση που το τελωνείο αναχώρησης ενημερωθεί από το τελωνείο προορισμού, ότι κατά την άφιξη των εμπορευμάτων προέκυψε επιπλέον ποσότητα του ίδιου ή διαφορετικού είδους, μεταξύ της αναγραφόμενης στη διασάφηση διαμετακόμισης και της ευρεθείσας.

Σε περίπτωση που τα εμπορεύματα δεν προσκομισθούν ή στο τελωνείο προορισμού ευρεθούν εμπορεύματα επί έλαττον ή διαφορετικά από τα αναφερόμενα στη διασάφηση διαμετακόμισης, το τελωνείο αναχώρησης, με βάση την ενημέρωση που δέχεται από το τελωνείο προορισμού, προβαίνει στις ενέργειες για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για τις τελωνειακές παραβάσεις και τη λαθρεμπορία.

Στις ως άνω ενέργειες προβαίνει το ελληνικό τελωνείο προορισμού, όταν το τελωνείο αναχώρησης βρίσκεται σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαπιστώνεται ότι η τελωνειακή οφειλή γεννάται στην Ελλάδα.

 

    10. Η παράγραφος 5 του άρθρου 39 καταργείται και οι παράγραφοι 1, 2 και 4 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «1. Οι Ελεύθερες Ζώνες ή Ελεύθερες Αποθήκες αποτελούν τμήματα του τελωνειακού εδάφους της χώρας, χωρισμένα από το υπόλοιπο τελωνειακό έδαφος, όπου:

α) τα αποτιθέμενα σε αυτές εμπορεύματα τρίτων χωρών θεωρούνται, ως προς την εφαρμογή των εισαγωγικών δασμών, φόρων και μέτρων εμπορικής πολιτικής, μη ευρισκόμενα στο τελωνειακό έδαφος,

β) τα αποτιθέμενα στους χώρους των Ελευθέρων Ζωνών εμπορεύματα εγχώρια ή τελούντα σε ελεύθερη κυκλοφορία, αποτελούν κατά κανόνα αντικείμενα εξαγωγής.»

    «2. Με απόφαση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών:

-  Συνιστά Ελεύθερες Ζώνες ή Ελεύθερες Αποθήκες, προβαίνει στην κατάργηση αυτών, ως επίσης και στη τροποποίηση των ορίων τους.

-  Ορίζει το Φορέα Διοίκησης ή Εκμετάλλευσης του χώρου, ως διαχειριστή της Ελεύθερης Ζώνης ή της Ελεύθερης Αποθήκης, ή προβαίνει στην αλλαγή αυτού, τόσο για τις Ελεύθερες Ζώνες ή Ελεύθερες Αποθήκες που έχουν συσταθεί μέχρι σήμερα όσο και για εκείνες που συνιστώνται με βάση το παρόν άρθρο.

- Προσδιορίζει τους όρους λειτουργίας, διαχείρισης και ελέγχου αυτών, καθώς και τους όρους διακίνησης, παραμονής και διαχείρισης των εμπορευμάτων σε αυτές, ως επίσης την ευθύνη και τις αρμοδιότητες του διαχειριστή αυτών κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ακώλυτη διενέργεια του κοινοτικού και διεθνούς εμπορίου.

Για τη σύσταση, κατάργηση ή τροποποίηση των ορίων αυτών απαιτείται προηγουμένως η λήψη των σχετικών θέσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και κατά περίπτωση των Υπουργείων Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας ή Εμπορικής Ναυτιλίας.»

    «4. Η διαχείριση των Ελευθέρων Ζωνών ανατίθεται σε νομικά πρόσωπα και ασκείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αποφάσεις, των δε Ελευθέρων Αποθηκών σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.»

 

    11. Το άρθρο 41 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Αρθρο 41

Δικαιώματα υπερημερίας και αποταμίευσης Διοικητικό κόστος υπερημερίας

    1. Τα εμπορεύματα που εναποτίθενται στον τελωνειακό περίβολο ή στις αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης, τη διαχείριση των οποίων έχουν οι τελωνειακές αρχές, υποβάλλονται σε δικαιώματα υπερημερίας μετά παρέλευση οκτώ (8) ημερών από την ημερομηνία εναπόθεσής τους. Εάν η λήξη της προθεσμίας συμπίπτει με μη εργάσιμη ημέρα, αυτή παρατείνεται μέχρι την πρώτη εργάσιμη.

Τα δικαιώματα υπερημερίας επιβάλλονται, σε κάθε περίπτωση, για τις παρεχόμενες από τα τελωνεία υπηρεσίες διαχείρισης και διαφύλαξης των εμπορευμάτων, κατά το χρόνο παραμονής τους σε προσωρινή εναπόθεση στις αποθήκες του Δημοσίου. Στις περιπτώσεις τελωνειακής αποταμίευσης σε αποθήκες τη διαχείριση των οποίων έχουν οι τελωνειακές αρχές, τα εμπορεύματα επιβαρύνονται με δικαιώματα υπερημερίας τέσσερις (4) ημέρες μετά την κατάθεση παραστατικών πρόσδοσης άλλου τελωνειακού προορισμού.

    2. Τις πρώτες δεκαπέντε (15) ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας της πρώτης παραγράφου επιβάλλεται δικαίωμα υπερημερίας ισόποσο των είκοσι λεπτών (0,20) του ευρώ για τα αποτιθέμενα στις τελωνειακές αποθήκες και δέκα λεπτών (0,10) του ευρώ για τα αποτιθέμενα εμπορεύματα στον τελωνειακό περίβολο, για κάθε ημέρα ανά πενήντα (50) χιλιόγραμμα βάρους.

    3. Όταν το βάρος είναι μικρότερο των πενήντα (50) χιλιογράμμων αυτό λογίζεται ως πενήντα (50) χιλιόγραμμα, ενώ όταν είναι μεγαλύτερο υπολογίζεται ως διπλό ή πολλαπλό των πενήντα (50) χιλιογράμμων.

    4. Μετά την παρέλευση της παραπάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας το δικαίωμα αυτό διπλασιάζεται και μετά την παρέλευση άλλων δεκαπέντε (15) ημερών τριπλασιάζεται.

    5. Τα εμπορεύματα που έχουν εναποτεθεί στις παραπάνω αποθήκες, για τα οποία ζητείται τελωνειακός προορισμός ή θέση σε οποιοδήποτε τελωνειακό καθεστώς και κατατίθεται διασάφηση, υποβάλλονται στο δεκαπλάσιο του δικαιώματος υπερημερίας μετά τέσσερις (4) ημέρες από την επαλήθευσή τους ή μετά είκοσι (20) ημέρες από την αποδοχή του ως άνω τελωνειακού παραστατικού.

    6. Τα ως άνω δικαιώματα δεν μπορούν να υπερβούν τη συναλλακτική αξία του εμπορεύματος.

    7. Για τα εμπορεύματα, για τα οποία κατατέθηκε διασάφηση εξαγωγής ή διαμετακόμισης, το δεκαπλάσιο ως άνω δικαίωμα υπερημερίας επιβάλλεται μετά παρέλευση ενός (1) μήνα από την αποδοχή των σχετικών παραστατικών.

    8. Τα δικαιώματα υπερημερίας βεβαιώνονται επί του οικείου παραστατικού και εισπράττονται μαζί με τις λοιπές δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις. Συμπληρωματική βεβαίωση είναι δυνατή.

    9. Για τα ως άνω εμπορεύματα δεν υπολογίζονται δικαιώματα υπερημερίας κατά τις τέσσερις (4) επόμενες ημέρες από την έκδοση της άδειας παράδοσης. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής τα εμπορεύματα επιβαρύνονται με απλά δικαιώματα υπερημερίας.

    10. Εμπορεύματα των οποίων η καθυστέρηση παραλαβής οφείλεται σε λόγους ανώτερης βίας μπορούν μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου να απαλλάσσονται ολικά ή μερικά από τα οφειλόμενα δικαιώματα υπερημερίας.

Η απαλλαγή αυτή παρέχεται με πράξη:

α) των προϊσταμένων των τελωνείων Β' τάξης για τα εμπορεύματα της αρμοδιότητάς τους και για τα εμπορεύματα αρμοδιότητας των υποδεέστερων αρχών που υπάγονται σε αυτά, εφόσον η αιτούμενη απαλλαγή αφορά χρονικό διάστημα μέχρι δεκαπέντε (15) ημερών,

β) των προϊσταμένων των τελωνείων Α' τάξης, επιπέδου διεύθυνσης, για τα εμπορεύματα της αρμοδιότητάς τους, καθώς και για τα εμπορεύματα της αρμοδιότητας των υποδεέστερων αρχών που υπάγονται σε αυτές, εφόσον η αιτούμενη απαλλαγή αφορά χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) μήνα.

Όταν πρόκειται για απαλλαγή από δικαιώματα υπερημερίας για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των ανωτέρω, αυτή χορηγείται με πράξη επιτροπής στην έδρα της οικείας τελωνειακής περιφέρειας, που αποτελείται από τον προϊστάμενο της περιφέρειας αυτής, ως πρόεδρο, και δύο προϊσταμένους τελωνείων της ίδιας περιφέρειας ως μέλη, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

    11. Για τα εμπορεύματα που έχουν εναποτεθεί σε ελεύθερες ζώνες, αποθήκες αποταμίευσης ή αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης, τη διαχείριση των οποίων έχουν άλλα εκτός τελωνειακών αρχών πρόσωπα και σε αποθήκες ή χώρους ιδιωτών (προσωρινής εναπόθεσης ή αποταμίευσης), ευρισκομένων εκτός τελωνειακών χώρων, εισπράττεται διοικητικό κόστος υπερημερίας μετά παρέλευση τεσσάρων (4) ημερών από την επαλήθευσή τους ή είκοσι (20) ημερών από την αποδοχή των παραστατικών πρόσδοσης προορισμού στα εμπορεύματα αυτά.

    12. Το διοικητικό κόστος υπερημερίας επιβάλλεται μετά την παρέλευση των προθεσμιών της προηγούμενης παραγράφου και ανέρχεται σε δεκαπέντε (15) ευρώ ημερησίως, βεβαιώνεται δε και εισπράττεται επί του τελωνειακού παραστατικού. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 εφαρμόζονται ανάλογα και για την απαλλαγή από το διοικητικό κόστος υπερημερίας.

    13. Η κατά τα ανωτέρω επιβάρυνση των εμπορευμάτων με δικαιώματα υπερημερίας ή το διοικητικό κόστος δεν αναστέλλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 37 του παρόντος Κώδικα.

    14. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών επιτρέπεται η αύξηση ή η μείωση του δικαιώματος υπερημερίας και του διοικητικού κόστους υπερημερίας του παρόντος άρθρου.

    15. Για τα εμπορεύματα που ευρίσκονται αποταμιευμένα σε αποθήκες αποταμίευσης, υπό τη διαχείριση της Τελωνειακής Αρχής, επιβάλλονται δικαιώματα αποταμίευσης, τα οποία καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.»

 

    12. Oι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 42 αντικαθίστανται ως εξής:

    «1. Σε κάθε περίπτωση που υπολογιστούν δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις κατώτερες ή ανώτερες των πράγματι αναλογουσών και διαπιστωθεί ότι αυτό οφείλεται στην ανακρίβεια εγγραφών και δηλωθέντων στοιχείων επί των τελωνειακών παραστατικών, επιβάλλεται, αντίστοιχα, ποινή ανακριβούς δήλωσης υπολογιζόμενη σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της επιπλέον διαφοράς και σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί της επί έλαττον διαφοράς του ποσού από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που οφείλονται για τα εμπορεύματα που τίθενται σε ανάλωση, ελεύθερη κυκλοφορία ή οποιοδήποτε άλλο ανασταλτικό καθεστώς.

Το ύψος της ποινής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο.

    2. Σε κάθε άλλη περίπτωση ανακριβών στοιχείων και εγγραφών επί τελωνειακών παραστατικών, ανεξαρτήτως καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης και της εξαγωγής, που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων επιβαρύνσεων, επιβάλλεται ποινή ανακριβούς δήλωσης ποσού εκατό (100) ευρώ ανά παραστατικό.

    3. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται και κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο των τελωνειακών παραστατικών.»

 

    13. α) Η παράγραφος 2 του άρθρου 48 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «2. Εάν πρόκειται για βρώσιμα, την απαγόρευση ανάλωσής τους βεβαιώνει στο ίδιο πρωτόκολλο και όργανο της αρμόδιας υγειονομικής υπηρεσίας.»

 

    β) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 48 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «Με την ίδια επιφύλαξη, είναι δυνατόν να εκποιούνται τα παραπάνω είδη, ελεύθερα από φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις, μετά από προηγούμενη γνωμοδότηση επιτροπής και ύστερα από γενικές ή ειδικές διαταγές του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με εξαίρεση τα προϊόντα που υπόκεινται σε Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), για τα οποία απαιτείται η καταβολή αυτού, εκτός εάν ο υπερθεματιστής είναι εγκεκριμένος αποθηκευτής και θέσει αυτά σε καθεστώς αναστολής ή τα παραλαμβάνει για εξαγωγή ή εφοδιασμό πλοίων και αεροσκαφών ή ατελώς εφόσον είναι δικαιούχο ατέλειας πρόσωπο.»

 

    14. Στο άρθρο 56 προστίθεται παράγραφος 4 ως ακολούθως:

    «4. Σε περίπτωση ακύρωσης ή ανάκλησης της άδειας εγκεκριμένου αποθηκευτή, οι φορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αποθηκευμένα σε καθεστώς αναστολής προϊόντα στην ή στις φορολογικές αποθήκες του αποθηκευτή, καθίστανται άμεσα απαιτητές και τα προϊόντα δεσμεύονται μέχρι την εξόφληση αυτών από τον υπόχρεο ή από τις εγγυήσεις που έχουν κατατεθεί.»

 

    15.  Η παράγραφος 2 του άρθρου 71 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «2. Όταν οι οινοπαραγωγοί αυτοί διενεργούν ενδοκοινοτικές πράξεις ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές τους και τηρούν τις υποχρεώσεις που ορίζει ο Κανονισμός ΕΚ 884/2001 (L128/10.5.2001) ιδίως όσον αφορά στο συνοδευτικό έγγραφο και στα βιβλία που προβλέπονται από τον εν λόγω Κανονισμό.»

 

    16. Στους τίτλους του κεφαλαίου Β' και του τμήματος Α' που προηγούνται του άρθρου 72 μετά τις λέξεις «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ» προστίθενται οι λέξεις «ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ».

 

    17. Η περίπτωση ιδ' της παραγράφου 1 του άρθρου 73, όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:

 

ΕΙΔΟΣ

ΚΩΔΙΚΟΣ Σ.Ο.

ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΕΥΡΩ

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

"ιδ) Υγραέρια (LPG) και μεθάνιο που χρησιμοποιούνται

-ως καύσιμα θέρμανσης και

- για άλλες χρήσεις εκτός από αυτές που καθορίζονται στις περιπτώσεις ιγ' και ιε'

 

2711 12 11

έως και

2711 19 00

και

2711 29 00

2007

2008

2009

1.000 χιλιόγραμμα"

13

13

13

 

     18. Η περίπτωση ιε' της παραγράφου 1 του άρθρου 73, όπως ισχύει, τροποποιείται ως ακολούθως:

 

ΕΙΔΟΣ

ΚΩΔΙΚΟΣ Σ.Ο.

ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΕΥΡΩ

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

"ιε) Υγραέρια (LPG) και μεθάνιο που χρησιμοποιούνται για βιομηχανική, βιοτεχνική και εμπορική χρήση σε κινητήρες πλην της περίπτωσης ιγ'

 

2711 12 11

έως και

2711 19 00

και

2711 29 00

2007

2008

2009

1.000 χιλιόγραμμα"

41

41

41

 

    19. Η περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 78 τροποποιείται ως ακολούθως και προστίθεται νέα περίπτωση θ':

    «ε. Το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) των κωδικών της Σ.Ο. 2710 19 41 και 2710 19 45, το φωτιστικό πετρέλαιο (κηροζίνη) της περίπτωσης ιβ', το ελαφρύ πετρέλαιο (WHITE SPIRIT) της περίπτωσης κδ', καθώς και τα άλλα ελαφρά λάδια της περίπτωσης κε' της παραγράφου 1 του άρθρου 73, που παραλαμβάνονται από βιομηχανίες ή βιοτεχνίες και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά ως πρώτη ύλη για την παραγωγή των προϊόντων τους.»

    «θ. Ο λιθάνθρακας, λιγνίτης και οπτάνθρακας (κοκ) του κωδικού της Σ.Ο. 2701, 2702 και 2704 που χρησιμοποιούνται για χημική αναγωγή, ηλεκτρολυτική και μεταλλουργική κατεργασία.»

 

    20. Α) Οι περιπτώσεις β' και ζ της παραγράφου 2 του άρθρου 78 καταργούνται. Οι περιπτώσεις γ, δ' και ε' της παραγράφου 2 αναριθμούνται σε περιπτώσεις β', γ' και δ', αντίστοιχα.

 

    Β) Η περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 78 αναριθμείται σε ε και αντικαθίσταται ως ακολούθως:

 

ΕΙΔΟΣ

ΚΩΔΙΚΟΣ Σ.Ο.

ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΕΥΡΩ

ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

"ε. Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) ιχνηθετημένο και χρωματισμένο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στη γεωργία, στις καλλιέργειες οπωροκηπευτικών, στις ιχθυοκαλλιέργειες και στη δασοκομία

2710 19 45

21

1.000 λίτρα"

 

    21. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 78 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως ακολούθως:

    «Ως αποκλειστική χρήση στη γεωργία, κατά την έννοια της περίπτωσης ε' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου θεωρείται και η χρησιμοποίηση πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) του κωδικού της Σ.Ο. 2710 19 45, από αυτοκίνητα τύπου Jeep γεωργικών χρήσεων κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α) και του άρθρου 3 του ν. 1906/1990 (ΦΕΚ 157/ Α'), τελωνισθέντα και ταξινομηθέντα ως Αγροτικά Μηχανήματα Πολλαπλών Χρήσεων μέχρι και την 31.12.1992 προβλεπόμενη από το άρθρο 13 του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α') προθεσμία και εφοδιασμένα με τις σχετικές άδειες της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.»

 

    22. Στον τίτλο του άρθρου 81 πριν τη λέξη «αλκοόλης» προστίθενται οι λέξεις «και ισοπροπυλικής» και προστίθενται στο άρθρο νέοι παράγραφοι 4 και 5, ως εξής:

    «4. Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης, το ύψος του οποίου καθορίζεται σε δύο ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (2,93) ανά χιλιόγραμμο καθαρού βάρους, στην εισαγόμενη από τρίτες χώρες, στην εγχωρίως παραγόμενη και στην προερχόμενη από τα λοιπά κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισοπροπυλική αλκοόλη της δασμολογικής κλάσης 29.05 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα ποσοστά, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις για την αναγνώριση της φυσικής απομείωσης τηςισοπροπυλικής αλκοόλης, που είναι εγγενής με τη φύση του προϊόντος αυτού και προκύπτει κατά την αποθήκευσή της σε φορολογική αποθήκη ή στις χρήσεις αυτής.

Η απώλεια (φύρα) που οφείλεται στην απομείωση αυτή απαλλάσσεται του ειδικού φόρου κατανάλωσης.»

    «5. Η ισοπροπυλική αλκοόλη που παράγεται εγχωρίως ή μεταφέρεται από τα λοιπά κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να τίθεται σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης και για το χρονικό διάστημα που παραμένει στο καθεστώς αυτό τελεί σε αναστολή καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του Φ.Π.Α.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι διατυπώσεις για τη σύσταση και λειτουργία φορολογικών αποθηκών ισοπροπυλικής αλκοόλης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού.»

 

    23. Ο τίτλος του άρθρου 82 και η παράγραφος 1 αυτού αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης τσίπουρου ή τσικουδιάς μικρών αποσταγματοποιών (διημέρων)».

    «1. Το τσίπουρο ή η τσικουδιά που παρασκευάζεται από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών και λοιπών επιτρεπόμενων υλών από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους), σύμφωνα με την παράγραφο Ε' του άρθρου 7 του ν. 2969/2001, υπόκειται σε εφάπαξ και κατ' αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών (0,59) του ευρώ ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος.»

 

    24. Οι περιπτώσεις δ' και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 83 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «δ) όταν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φαρμάκων, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ΔΥΓ3(α)83657/30.12.2005 (ΦΕΚ 59/Β'/24.1.2006) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και κτηνιατρικών φαρμάκων, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 282371/31.5.2006 (ΦΕΚ 731/Β'/16.6.2006) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.»

    «στ) όταν χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη ή ως συστατικά ημιτελών προϊόντων για την παραγωγή ειδών διατροφής, γεμιστών ή όχι, εφόσον σε κάθε περίπτωση η περιεχόμενη αιθυλική αλκοόλη δεν υπερβαίνει τα 8,5 λίτρα άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης ανά 100 χιλιόγραμμα προϊόντος για τις σοκολάτες και τα 5 λίτρα άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης ανά 100 χιλιόγραμμα προϊόντος για άλλα προϊόντα.»

 

    25. Στη θέση της παραγράφου 3 του άρθρου 83 τίθεται νέα διάταξη και η πρώην παράγραφος 3 αναριθμείται σε παράγραφο 4 που αντικαθίσταται, ως ακολούθως:

    «3. Από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 28η Φεβρουαρίου κάθε έτους, οι ποτοποιοί που λειτουργούν εκτός καθεστώτος αναστολής, οι οποίοι παρέλαβαν ουδέτερη αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης ή παντός είδους αλκοολούχα αποστάγματα και προϊόντα απόσταξης με άμεση καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή με τρίμηνη αναστολή καταβολής αυτού, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 110, για την παρασκευή των αλκοολούχων ποτών τους, δικαιούνται να παραλαμβάνουν με απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ποσότητα ουδέτερης αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης ή παντός είδους αλκοολούχου αποστάγματος ή προϊόντος απόσταξης, σε λίτρα άνυδρα ίση με το 2% της συνολικής ποσότητας σε λίτρα άνυδρα των υλών αυτών, που παρέλαβαν κατά το προηγούμενο έτος, για την κάλυψη των απωλειών (φυρών) που είναι εγγενείς στη φύση των υλών αυτών και πραγματοποιούνται κατά τη διαδικασία παραγωγής, μεταποίησης, αποθήκευσης και μεταφοράς τους. Η απαλλαγή αυτή δεν ισχύει για την ουδέτερη αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης που παραλαμβάνεται για εμφιάλωση.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι ανεξάρτητες από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 2969/2001 (ΦΕΚ 281 Α').»

    «4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι ποσότητες, οι όροι και οι διατυπώσεις των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αιθυλικής και ισοπροπυλικής αλκοόλης των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής του παρόντος άρθρου.»

 

    26. Οι περιπτώσεις α' και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 102 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «α) τα μετουσιωμένα επεξεργασμένα καπνά που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στη βιομηχανία ή στην καλλιέργεια δενδροκηπευτικών και τα υπολείμματα βιομηχανοποίησης του καπνού, τα οποία χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 108 του παρόντος Κώδικα,»

    «στ) τα βιομηχανοποιημένα καπνά που διατίθενται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του παρόντος Κώδικα.»

 

    27. Η παράγραφος 2 του άρθρου 105 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «2. Οι φόροι και κάθε ειδική εισφορά υπέρ τρίτων, που έχουν καταβληθεί για τα προϊόντα που καταστρέφονται, σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμψηφίζονται ή επιστρέφονται, κατά περίπτωση, εφόσον η αίτηση περί καταστροφής υποβληθεί εντός τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των δηλώσεων Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, υπολογισμού και βεβαίωσης των φόρων που αναλογούν και η αίτηση για το συμψηφισμό ή την επιστροφή υποβληθεί εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία πραγματοποίησης της καταστροφής.

Η επιστροφή των φόρων γίνεται μόνο όταν είναι αδύνατος ο συμψηφισμός τους.

Για την επιστροφή των φόρων των οποίων δεν είναι δυνατός ο συμψηφισμός, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 32 του παρόντος Κώδικα.»

 

    28. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 106 αντικαθίσταται ως εξής:

    «Προκειμένου περί μικροποσοτήτων βιομηχανοποιημένων καπνών εμπορικού χαρακτήρα αλλοδαπής προέλευσης που δεν υπερβαίνουν κατά αποστολή τα πέντε χιλιάδες (5.000) τεμάχια σε συσκευασία λιανικής πώλησης, η επικόλληση της ταινίας, εφόσον συντρέχουν δικαιολογητικοί λόγοι, μπορεί να γίνει, ύστερα από έγκριση του προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής περιφέρειας, εντός τελωνειακού καταστήματος ή φορολογικής αποθήκης παρουσία τελωνειακού υπαλλήλου.»

 

    29. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 106 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

    «Απώλεια ενσήμων ταινιών, πλην της οφειλόμενης σε λόγους ανωτέρας βίας, γεννά υποχρέωση άμεσης καταβολής των προβλεπόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν στα προϊόντα για τα οποία αυτές προορίζονταν.»

 

    30. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 109 προστίθεται νέο εδάφιο ως ακολούθως:

    «Το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α., όπως αυτό προβλέπεται ανωτέρω, ασκούν και τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην παραγωγή, εξόρυξη, εισαγωγή και διάθεση λιθάνθρακα, λιγνίτη και οπτάνθρακα των δασμολογικών κλάσεων 2701, 2702 και 2704.»

 

    31. Η παράγραφος 1 του άρθρου 110 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Έξοδος από το καθεστώς αναστολής ουδέτερης αιθυλικής αλκοόλης γεωργικής προέλευσης, παντός είδους αλκοολούχου αποστάγματος ή προϊόντος απόσταξης, οποιουδήποτε αλκοολικού τίτλου, εξαιρουμένων των προϊόντων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί με αναστολή καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) για χρονικό διάστημα μέχρι τρεις (3) μήνες, από την ημέρα εξόδου των προϊόντων αυτών, από το εργοστάσιο παραγωγής ή τη φορολογική αποθήκη διακίνησής τους, εφόσον παραλαμβάνονται από ποτοποιούς ως πρώτες ύλες παρασκευής αλκοολούχων ποτών.

Η αναστολή αυτή παρέχεται για τους παραλαμβάνοντες κάθε φορά ουδέτερη αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης από πεντακόσια (500) χιλιόγραμμα και άνω ή παντός είδους αλκοολούχου αποστάγματος και προϊόντος απόσταξης από διακόσια πενήντα (250) χιλιόγραμμα και άνω, υπό τον όρο ότι θα κατατεθεί από τον παραλήπτη στην αρμόδια Αρχή τραπεζική εγγύηση που θα καλύπτει τον αναλογούντα Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.). Το ποσό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) του οποίου, κατά τα ανωτέρω, αναστέλλεται η καταβολή, αποτελεί διαμορφωτικό στοιχείο της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του Φ.Π.Α..

Η αναστολή δεν παρέχεται για τους παραλαμβάνοντες ουδέτερη αιθυλική αλκοόλη γεωργικής προέλευσης προς εμφιάλωση.

Η καταβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) γίνεται με δήλωση, που υποβάλλεται από τον υπόχρεο, μαζί με αναλυτική κατάσταση για τις ποσότητες που εξήλθαν από το καθεστώς αναστολής και σημειώματος που εκδίδεται από την αρμόδια Αρχή, μετά από προηγούμενο έλεγχο αυτών.»

 

    32.α) Το άρθρο 117 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «Το δικαίωμα υπέρ Ειδικού Ταμείου Ελέγχου Παραγωγής και Ποιότητας Αλκοόλης - Αλκοολούχων Ποτών (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α), που αναλογεί στα προϊόντα του άρθρου 79, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 5 του άρθρου 26 του ν. 2127/1993 (ΦΕΚ 48 Α) βεβαιώνεται και εισπράττεται από την τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη βεβαίωση και είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, η οποία το αποδίδει στον ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος.

Με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, το ανωτέρω δικαίωμα βεβαιώνεται και εισπράττεται μαζί με τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και επί του ιδίου παραστατικού εγγράφου, στις κατά περίπτωση προβλεπόμενες προθεσμίες για τη βεβαίωση και είσπραξη του Ε.Φ.Κ.. Στις περιπτώσεις διάθεσης αιθυλικής αλκοόλης, αλκοολούχων αποσταγμάτων και προϊόντων απόσταξης με τρίμηνη αναστολή καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 110, το δικαίωμα υπέρ (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α.) καταβάλλεται από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή, στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, το αργότερο μέχρι την εικοστή πέμπτη (25η) ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα εξόδου των παραπάνω προϊόντων από το καθεστώς αναστολής.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.»

 

    β) Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 117, όπως αντικαθίσταται, αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

    33. Η παράγραφος 5 του άρθρου 118 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «5. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντος Κώδικα με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται διοικητικώς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα.

Το πολλαπλό τέλος επιβάλλεται και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.»

 

    34. Από την περίπτωση α' του άρθρου 120 διαγράφεται η τελευταία φράση:

    «... και αποστέλλονται ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της χώρας από τα λοιπά Κράτη - Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).»

 

    35. Πριν από την πρώτη κατηγορία του συντελεστή τέλους ταξινόμησης της περίπτωσης ε της παραγράφου 2 του άρθρου 121, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει, προστίθεται νέα κατηγορία, ως ακολούθως:

 

«ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ

Κάτω των 50 κυβικών εκατοστών

0% »

 

    36. Η παράγραφος 5 του άρθρου 121 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «5. Τα υβριδικά αυτοκίνητα, με κινητήρα του οποίου οι εκπομπές ρύπων είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις για τα οχήματα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας της Οδηγίας 94/12 Ε.Κ. ή μεταγενέστερης, καθώς και τα ηλεκτροκίνητα, δεν υπόκεινται στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου αυτού τέλος ταξινόμησης.»

 

    37.α) Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 121 προστίθεται νέα παράγραφος 6, αναριθμούμενων των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου αυτού σε 7 και 8, αντίστοιχα, ως ακολούθως:

    «6. Επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης και αυτοκίνητα τύπου JEEP των δασμολογικών κλάσεων 87.03 και 87.04, αντίστοιχα, της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, τα οποία είχαν ταξινομηθεί και κυκλοφορήσει στη χώρα, εφόσον μεταφέρονται ή αποστέλλονται σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή εξάγονται σε τρίτη χώρα και επαναφέρονται στην ημεδαπή μέσα σε διάστημα οκτώ (8) ετών από τη διαγραφή τους από τα μητρώα αυτοκινήτων του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών, με σκοπό να επαναταξινομηθούν και να τεθούν εκ νέου σε κυκλοφορία, απαλλάσσονται από το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου αυτού τέλος ταξινόμησης.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.»

 

    β) Η αναριθμούμενη σε 7 παράγραφος 6 του άρθρου 121 αντικαθίσταται ως εξής:

    «7. Σε περίπτωση έναρξης ισχύος νέων προδιαγραφών τις οποίες πληρούν εκ κατασκευής τα οχήματα, με βάση ήδη εκδοθείσα ή νέα Κοινοτική Οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, από το χρόνο έναρξης εφαρμογής των αναγκαίων εθνικών μέτρων εναρμόνισης προς αυτές, για τα αυτοκίνητα που πληρούν τις προδιαγραφές αυτές, θα εφαρμόζονται οι συντελεστές τέλους ταξινόμησης της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Μετά την υπαγωγή στην περίπτωση α' των αυτοκινήτων με τις νέες προδιαγραφές, θα εφαρμόζονται για τα αυτοκίνητα με τις προηγούμενες προδιαγραφές, οι συντελεστές των περιπτώσεων β' και γ' αντίστοιχα.»

 

    γ) Η αναριθμούμενη σε 8 παράγραφος 7 του άρθρου 121 αντικαθίσταται ως εξής:

    «8. Για την υπαγωγή στον αντίστοιχο συντελεστή τέλους ταξινόμησης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η διαπίστωση της Κοινοτικής Οδηγίας αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, τις προδιαγραφές της οποίας πληροί εκ κατασκευής το όχημα, θα πραγματοποιείται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή με βάση την προσκομιζόμενη σε αυτήν έγκριση τύπου ή δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου και το αντίστοιχο πιστοποιητικό συμμόρφωσης του οχήματος.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ταύτιση οδηγιών μεταξύ του πιστοποιητικού συμμόρφωσης του οχήματος και της αντίστοιχης έγκρισης τύπου ή του δελτίου κοινοποίησης έγκρισης τύπου, η υπαγωγή στον αντίστοιχο συντελεστή τέλους ταξινόμησης θα γίνεται με βάση την αναγραφόμενη στην έγκριση τύπου ή στο δελτίο κοινοποίησης έγκρισης τύπου οδηγία αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που πληροί εκ κατασκευής το όχημα.

Προκειμένου για μεταχειρισμένα οχήματα, απαιτείται η προσκόμιση και της πρωτότυπης άδειας κυκλοφορίας αυτών που είχαν λάβει στην ξένη χώρα.

Στις ειδικές περιπτώσεις οχημάτων που αυτά δεν διαθέτουν δικαιολογητικά έγγραφα του πρώτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, για την υπαγωγή του οχήματος στον αντίστοιχο συντελεστή τέλους ταξινόμησης, καθορίζονται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, οι διαδικασίες και τα προσκομιζόμενα στην αρμόδια τελωνειακή αρχή δικαιολογητικά έγγραφα για το χαρακτηρισμό του οχήματος ως αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και τη διαπίστωση των προδιαγραφών της οδηγίας αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που αυτό πληροί εκ κατασκευής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»

 

    38. Η παράγραφος 4 του άρθρου 122 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «4. Τα επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, εφόσον αποχαρακτηρίζονται και τίθενται σε κυκλοφορία ως ιδιωτικής χρήσης πριν παρέλθει πενταετία από τον τελωνισμό τους, υπόκεινται στην καταβολή της διαφοράς μεταξύ των μειωμένων φόρων που κατέβαλαν κι εκείνων που ισχύουν κατά το χρόνο του τελωνισμού τους ως ιδιωτικής χρήσης και με βάση τα φορολογικά στοιχεία που διαμορφώνονται κατά τον ίδιο χρόνο. Μετά την παρέλευση πενταετίας από τον τελωνισμό τους ως δημόσιας χρήσης δεν οφείλεται διαφορά τέλους, αλλά καταβάλλεται ποσό ίσο με τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που ισχύουν κατά το χρόνο ταξινόμησής τους ως ιδιωτικής χρήσης.»

 

    39. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 123 προστίθενται νέες περιπτώσεις ε' και ζ', η δε περίπτωση ε' αναριθμείται σε στ', στην οποία προστίθεται και δεύτερο εδάφιο, ως ακολούθως:

    «ε) Αυτοκίνητα οχήματα με μικτό βάρος μέχρι 3,5 τόνους, ανεξάρτητα από τη δασμολογική τους κατάταξη, που διαθέτουν εκ κατασκευής χωριστό θάλαμο με δύο σειρές καθισμάτων για τον οδηγό, συνοδηγό και τους επιβάτες και χωριστό ανοικτό χώρο φόρτωσης εμπορευμάτων:

- με το εκ κατασκευής εσωτερικό μήκος της εξέδρας φόρτωσης μεγαλύτερο του σαράντα τοις εκατό (40%) της απόστασης μεταξύ των κέντρων του μπροστινού και του πίσω τροχού της ίδιας πλευράς του οχήματος και ανεξάρτητα από το φορτίο που δύναται να μεταφέρουν, ποσοστό ίσο με το ποσοστό της ανωτέρω περίπτωσης β',

- με το εκ κατασκευής εσωτερικό μήκος της εξέδρας φόρτωσης μικρότερο του σαράντα τοις εκατό (40%) της απόστασης μεταξύ των κέντρων του μπροστινού και του πίσω τροχού της ίδιας πλευράς του οχήματος και με δυνατότητα μεταφοράς φορτίου μεγαλύτερου των πεντακοσίων (500) χιλιόγραμμων, ποσοστό διπλάσιο της ανωτέρω περίπτωσης β',

-  με το εκ κατασκευής εσωτερικό μήκος της εξέδρας φόρτωσης μικρότερο ή ίσο του σαράντα τοις εκατό (40%) της απόστασης μεταξύ των κέντρων του μπροστινού και του πίσω τροχού της ίδιας πλευράς του οχήματος και με δυνατότητα μεταφοράς φορτίου μικρότερου των πεντακοσίων (500) χιλιόγραμμων, ποσοστό ίσο με το πενήντα τοις εκατό των ποσοστών των περιπτώσεων α' έως και δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 121, ανάλογα με τις προδιαγραφές των οδηγιών αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που αυτά πληρούν εκ κατασκευής, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τριπλάσιου του ποσοστού της ανωτέρω περίπτωσης β'.»

 

    Στην αναριθμούμενη σε στ' περίπτωση ε' προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως ακολούθως:

    «Η κατά το προηγούμενο εδάφιο προσαύξηση έχει εφαρμογή και στα οχήματα των δύο πρώτων υποπεριπτώσεων της περίπτωσης ε' που δεν πληρούν προδιαγραφές οδηγιών αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.»

    «ζ) Αυτοκίνητα οχήματα, ανοικτά ή κλειστά, τρίκυκλα ή τετράκυκλα, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 92/61/ΕΚ του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1992 (ΕΕL 225 της 10.9.1992) και πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας αυτής ή μεταγενέστερης, υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης, ως ακολούθως:

 

ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ

Κάτω των 50 κυβικών εκατοστών

0%

Από 50 μέχρι και 500 κυβικά εκατοστά

4%

Από 501 μέχρι και 900 κυβικά εκατοστά

8%

Από 901 κυβικά εκατοστά και πάνω

14%».

 

    40. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 123 αντικαθίσταται ως εξής:

    «Τα ανοικτά ή κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα μικτού βάρους άνω των 3,5 τόνων που προέρχονται από διασκευή ελκυστήρων της δασμολογικής κλάσης (δ.κ.) 87.01, επιβατικών αυτοκινήτων (λεωφορείων) της δ.κ. 87.02, φορτηγών αυτοκινήτων ψυγείων της δ.κ. 87.04 για τα οποία δεν έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος ταξινόμησης, αυτοκινήτων οχημάτων ειδικών χρήσεων της δ.κ. 87.05 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, υποβάλλονται, αντί των φορολογικών επιβαρύνσεων που προβλέπονται από το ν. 1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α'), σε τέλος ταξινόμησης το ύψος του οποίου ορίζεται ως εξής:».

 

    41. Μετά την παράγραφο 7 του άρθρου 123 προστίθεται νέα παράγραφος 8, αναριθμούμενης της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού σε 9, ως εξής:

    «8. Αναστέλλεται η βεβαίωση του τέλους ταξινόμησης που αναλογεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στα φορτηγά αυτοκίνητα της δασμολογικής κλάσης 87.04 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας και στις βάσεις αυτών, που παραλαμβάνονται με προορισμό τη διασκευή τους στο εσωτερικό της χώρας, μετά από έγκριση της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, υπό τους όρους και διατυπώσεις που θα καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, σε οχήματα των δασμολογικών κλάσεων 87.02, 87.04 και 87.05 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας.

Το τέλος ταξινόμησης που αναλογεί στα διασκευασθέντα έτοιμα οχήματα, που προορίζονται για ταξινόμηση στη χώρα μας, επιβάλλεται και εισπράττεται με την ολοκλήρωση της διασκευής των οχημάτων αυτών.

Ομοίως και για τα προερχόμενα από διασκευή των βάσεων των δασμολογικών κλάσεων 87.02 και 87.06 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας έτοιμα οχήματα, το τέλος ταξινόμησης με το οποίο επιβαρύνονται επιβάλλεται και εισπράττεται μετά την ολοκλήρωση της διασκευής των βάσεων αυτών.

Για τα ως άνω οχήματα που δεν προορίζονται για ταξινόμηση στη χώρα μας, μετά την ολοκλήρωση της διασκευής επιτρέπεται με την τήρηση των διατυπώσεων και διαδικασιών ναεπαναποστέλλονται σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να εξάγονται σε τρίτη χώρα χωρίς καταβολή του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης που έτυχαν αναστολής.»

 

    42. Η παράγραφος 1 του άρθρου 124, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Οι μοτοσικλέτες της δασμολογικής κλάσης 87.11 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας υποβάλλονται σε τέλος ταξινόμησης, ως ακολούθως:

 

ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΕΛΟΥΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ

Μέχρι και 125 κυβικά εκατοστά

0%

Από 126 μέχρι και 249 κυβικά εκατοστά

2%

Από 250 μέχρι και 900 κυβικά εκατοστά

7%

Από 901 μέχρι και 1.400 κυβικά εκατοστά

12%

Από 1.401 μέχρι και 1.600 κυβικά εκατοστά

14%

Από 1.601 μέχρι και 1.800 κυβικά εκατοστά

17%

Από 1.801 και άνω κυβικά εκατοστά

25%».

 

    43. H περίπτωση β' της παραγράφου 1 του άρθρου 126 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «β) Τα έξοδα ασφάλισης και μεταφοράς του αυτοκινήτου στη χώρα. Η κατά τα παραπάνω τιμή χονδρικής πώλησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας αξίας (τιμή αγοράς).»

 

    44. Στην αρχή του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 126 οι λέξεις «Με την ίδια» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Με όμοια».

 

    45. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 126, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, η φράση «έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών» αντικαθίσταται με τη φράση «έναν εκπρόσωπο της Υπηρεσίας Μεταφορών και Επικοινωνιών της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης».

 

    46. Ο τίτλος του άρθρου 129 και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «Μεταφορά, αποστολή, άφιξη κοινοτικών οχημάτων» «Τα κοινοτικά οχήματα που αναφέρονται στα άρθρα 121, 122, 123 και 124 του παρόντος Κώδικα, καθώς και οι βάσεις των δασμολογικών κλάσεων 87.02 και 87.06 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, κατά την άφιξή τους στον πρώτο τόπο προορισμού, δηλώνονται αμέσως στην πλησιέστερη Τελωνειακή Αρχή.»

 

    47. Στο άρθρο 130 προστίθενται παράγραφοι 7, 8 και 9 ως εξής:

    «7. Μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη του οχήματος ή του νόμιμου αντιπροσώπου του που υποβάλλεται πριν τη γνωστοποίηση στον ενδιαφερόμενο της πρόθεσης της Τελωνειακής Αρχής να προβεί στην επαλήθευση των στοιχείων αυτού, επιτρέπεται η διόρθωση των εκ παραδρομής δηλωθέντων στοιχείων της Ειδικής Δήλωσης, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο όχημα.

Διόρθωση της Δήλωσης δεν επιτρέπεται αν κατά την αποδοχή ή την καταχώριση διαπιστώνεται ανακρίβεια των στοιχείων αυτής.»

    «8. Μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη του οχήματος ή του νόμιμου αντιπροσώπου του επιτρέπεται η ακύρωση της Ειδικής Δήλωσης, εφόσον συντρέχει συγνωστή νομική ή πραγματική πλάνη αυτού, που συνεπάγεται αδυναμία ταξινόμησης του οχήματος από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών ή ικανοποίησης όλων των προβλεπόμενων προϋποθέσεων υπαγωγής του οχήματος σε ειδικό απαλλακτικό φορολογικό καθεστώς.

Εάν οι Τελωνειακές Αρχές έχουν πληροφορήσει τον ιδιοκτήτη του οχήματος ότι προτίθενται να προβούν στην εξέταση αυτού, αίτηση ακύρωσης της Δήλωσης μπορεί να γίνει δεκτή μόνο μετά την πραγματοποίηση της εξέτασης.

Η διόρθωση ή η ακύρωση της Δήλωσης δεν επιδρά στην εφαρμογή των ισχυουσών κατασταλτικών διατάξεων.»

    «9. Για την επαλήθευση των στοιχείων που αναγράφονται στην Ειδική Δήλωση οχήματος, εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα οριζόμενα στο άρθρο 33 του παρόντος Κώδικα, καθώς και οι αντίστοιχες περί διασαφήσεων και επαλήθευσης εμπορευμάτων διατάξεις του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και του Εφαρμοστικού αυτού κανονισμού, ενώ σε περίπτωση που κατά τον έλεγχο και επαλήθευση του οχήματος διαπιστωθούν διαφορές, εφαρμογή έχουν τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του παρόντος Κώδικα.»

 

    48. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 132 προστίθεται περίπτωση γ', ως ακολούθως:

    «γ) Για τα επιβατικά οχήματα ή αυτοκινούμενα τροχόσπιτα και μοτοσικλέτες, που παραλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.245/88 ΑΥΟ (ΦΕΚ 195 Β'), που κυρώθηκε με το ν.1839/1989 (ΦΕΚ 90 Α'), για τα οποία πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1α του άρθρου 5 της απόφασης αυτής, πλήρης απαλλαγή του προβλεπόμενου κατά περίπτωση τέλους ταξινόμησης.»

 

    49. Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 132 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «6. Για αυτοκίνητα που παραλαμβάνονται ή έχουν παραληφθεί με πλήρη ή μερική απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης και αποδεσμεύονται, πριν από την παρέλευση του κατά περίπτωση ισχύοντος περιοριστικού διαστήματος, εισπράττεται το τέλος ταξινόμησης που αναλογεί ή η διαφορά μεταξύ του τέλους αυτού και του τέλους ταξινόμησης που έχει καταβληθεί. Το τέλος ταξινόμησης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 140 του παρόντος Κώδικα, θα υπολογίζεται με βάση τα φορολογικά στοιχεία και τους συντελεστές φορολογίας που ισχύουν για τα αυτοκίνητα αυτά κατά το χρόνο της αποδέσμευσης.»

    «7. Κατ' εξαίρεση των ρυθμίσεων της προηγούμενης παραγράφου, τα επιβατικά αυτοκίνητα, που παραλαμβάνονται ή έχουν παραληφθεί με πλήρη ή μερική απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης, με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για τους ανάπηρους πολίτες, τους πολύτεκνους γονείς και τους γονείς με τρία τέκνα και συνεπεία θανάτου αυτών, περιέρχονται στους κληρονόμους των ανωτέρω προσώπων, αυτοί καταβάλλουν τόσα δέκατα του τέλους ταξινόμησης που αναλογεί ή αντίστοιχα της διαφοράς μεταξύ του τέλους ταξινόμησης που αναλογεί και του τέλους ταξινόμησης που έχει καταβληθεί, όσα είναι και τα εξάμηνα που υπολείπονται για τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση ισχύοντος περιοριστικού διαστήματος. Το κλάσμα του εξαμήνου θεωρείται ως ολόκληρο εξάμηνο.

Το τέλος ταξινόμησης θα υπολογίζεται με βάση τα φορολογικά στοιχεία και τους συντελεστές φορολογίας που ισχύουν για τα αυτοκίνητα αυτά κατά το χρόνο της αποδέσμευσης.»

 

    50. Η παράγραφος 2 του άρθρου 133 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «2. Τα κοινοτικά οχήματα δύνανται να παραμένουν προσωρινά στο εσωτερικό της χώρας χωρίς να απαιτείται η καταβολή του τέλους ταξινόμησης. Για τη χορήγηση της προσωρινής αυτής απαλλαγής από την καταβολή του τέλους ταξινόμησης εφαρμόζονται ανάλογα οι όροι και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του τελωνειακού καθεστώτος της προσωρινής εισαγωγής με τον όρο της επανεξαγωγής για τα οχήματα τρίτων χωρών που εισάγονται προσωρινά στη χώρα.»

 

    51. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου Γ11 του άρθρου 137 οι λέξεις «τελωνειακές αρχές» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αρμόδιες αρχές».

 

    52. Οι παράγραφοι 3, 4 του άρθρου 140 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «3. Η έγκριση για τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου χορηγείται ύστερα από αίτηση που καταθέτει στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή το δικαιούχο ατέλειας πρόσωπο.»

    «4. Μετά την πάροδο πενταετίας από την ημερομηνία αποδοχής του παραστατικού εισαγωγής του αυτοκινήτου, η μεταβίβαση γίνεται χωρίς να απαιτείται έγκριση της Τελωνειακής Αρχής.»

 

    53.α) Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 144 αντικαθίστανται ως εξής:

    «1. Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στον πλοίαρχο ή στον μεταφορέα ή στον πράκτορα κατά περίπτωση:

α) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί δηλωτικών των άρθρων 12, 13 και 14 του παρόντος Κώδικα ή όταν προκύπτουν αδικαιολόγητες διαφορές μεταξύ αυτού και του κατά το άρθρο 15 δηλωτικού, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση λαθρεμπορίας ούτε εμπίπτει η παράβαση στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 145 του παρόντος Κώδικα.

β) Σε αντίσταση του πλοιάρχου στην επίσκεψη κατά το άρθρο 18 του παρόντος Κώδικα, βεβαιωμένη με πρωτόκολλο από την Τελωνειακή και Λιμενική ή Αστυνομική Αρχή.

γ) Σε παράλειψη της δήλωσης του πλοιάρχου κατά το άρθρο 52 του παρόντος Κώδικα. Η ίδια ποινή επιβάλλεται στον πράκτορα που παρέλειψε τη δήλωση αυτή και στον παραλήπτη, όταν λείπει η προβλεπόμενη, από το άρθρο 52 του παρόντος Κώδικα, ευανάγνωστη επιγραφή.»

    «3. Με επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ στον μεταφορέα κάθε οχήματος που εκτελεί οδικές μεταφορές για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις:

α) Σε περίπτωση φόρτωσης, εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης εμπορευμάτων από όχημα χωρίς άδεια της Τελωνειακής Αρχής ή χωρίς την παρουσία των αρμόδιων τελωνειακών οργάνων, σε χώρους και αποθήκες μη εγκεκριμένους από αυτήν.

β) Σε περίπτωση εκφόρτωσης από το όχημα εμπορευμάτων περισσότερων ή λιγότερων από τα αναγραφόμενα στο συνοδευτικό έγγραφο του φορτίου, πλην της περίπτωσης που, λόγω ανώτερης βίας, αποβιβάζονται λιγότερα εμπορεύματα. Στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 143 του παρόντος Κώδικα.

γ) Σε περίπτωση ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης και αλλοίωσης των τελωνειακών σφραγίδων ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τίθενται από τις Τελωνειακές Αρχές στο μεταφορικό μέσο ή στα εμπορεύματα.»

 

    β) Στο άρθρο 144 προστίθενται νέες παράγραφοι 6, 7, 8, 9, 10 και 11 ως εξής:

    «6. Επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των αναλογούντων δασμών και φόρων σε περιπτώσεις που το καθεστώς της διαμετακόμισης δεν εξοφλείται ή εξοφλείται με διαπιστώσεις ποσοτικών διαφορών επί έλαττον ή διαφορετικού είδους των αναφερομένων στη διασάφηση διαμετακόμισης, για τις οποίες γεννάται τελωνειακή οφειλή στην Ελλάδα.

Το πρόστιμο επιβάλλεται στον κύριο υπόχρεο ή στον μεταφορέα ή στον παραλήπτη, όταν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος γνώριζε την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς της διαμετακόμισης και δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ.»

    «7. Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στον μεταφορέα ή τον πράκτορα σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης προσκόμισης στο τελωνείο Εξόδου ή Προορισμού των εμπορευμάτων, που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς της διαμετακόμισης, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή οφείλεται σε δεόντως αιτιολογημένους λόγους, αποδεκτούς από την Τελωνειακή Αρχή ή σε λόγους ανώτερης βίας.

Για κάθε εικοσιτετράωρο καθυστέρησης επιβάλλεται πρόσθετο πρόστιμο εκατό (100) ευρώ.

Το ως άνω πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί και στον παραλήπτη των εμπορευμάτων όταν αποδεικνύεται ότι γνώριζε την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε καθεστώς διαμετακόμισης.»

    «8. Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στον μεταφορέα ή τον πράκτορα σε περίπτωση παρέκκλισής του, από το καθορισμένο από το τελωνείο Αναχώρησης ή άλλο ενδιάμεσο τελωνείο δρομολόγιο του μέσου μεταφοράς που κυκλοφορεί με το καθεστώς της διαμετακόμισης ή μη διέλευσής του από τις προκαθορισμένες Τελωνειακές Αρχές, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή οφείλεται σε δεόντως αιτιολογημένους λόγους, αποδεκτούς από την Τελωνειακή Αρχή ή σε λόγους ανώτερης βίας.»

    «9. Με επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ στον μεταφορέα σε περίπτωση ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης και αλλοίωσης των τελωνειακών σφραγίδων ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τίθενται από τις Τελωνειακές Αρχές στο μεταφορικό μέσο ή στα εμπορεύματα που κυκλοφορούν με το καθεστώς της διαμετακόμισης.»

    «10. Με επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ στον κάτοχο του δελτίου TIR/ATA ή στον μεταφορέα σε περίπτωση παράβασης των λοιπών διατάξεων της ισχύουσας Διεθνούς Τελωνειακής Σύμβασης, περί διεθνών οδικών μεταφορών ή της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και των παραρτημάτων αυτών ή του παρόντος Κώδικα και των συναφών τελωνειακών κανονιστικών πράξεων, με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων δια του ελληνικού εδάφους.»

    «11. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους 6,7,8 και 9 επιβάλλονται κατά την εφαρμογή κάθε καθεστώτος κοινοτικής διαμετακόμισης που ορίζεται στον Κοινοτικό Τελωνειακό Κώδικα ή της κοινής διαμετακόμισης που ορίζεται στη Σύμβαση του 1987 μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των χωρών ΕΖΕΣ για την κοινή διαμετακόμιση.»

 

    54. Η παράγραφος 1 του άρθρου 146 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Επιβάλλεται πρόστιμο εξακοσίων (600) ευρώ στον διαχειριστή Αποθήκης Προσωρινής Εναπόθεσης, σε περίπτωση παράβασης των όρων και προϋποθέσεων που ορίζονται από την παράγραφο 7 εδάφια β' και γ' του άρθρου 25 του παρόντος Κώδικα.»

 

    55. α) Οι παράγραφοι 2 και 5 του άρθρου 147 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

    «2. Για οποιαδήποτε άλλη παράβαση των διατάξεων του παρόντος Κώδικα, καθώς και των υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων διαταγών, που εκδίδονται για την εφαρμογή του, η οποία δεν τιμωρείται από ειδική διάταξη αυτού, επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ.»

    «5. Στους παραβάτες των περί εξαγωγής και των απλουστευμένων αυτής διατάξεων, επιβάλλεται για κάθε παράβαση πρόστιμο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.

Αν η παράβαση συνεπάγεται λήψη μεγαλύτερων επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων, το πρόστιμο αυτό ορίζεται ίσο με το διπλάσιο της διαφοράς αυτής και δεν μπορεί να υπολείπεται σε κάθε περίπτωση του προστίμου του προηγούμενου εδαφίου, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί λαθρεμπορίας.

Σε περίπτωση επιβολής προστίμου ανακαλείται η έγκριση υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής και με πράξη του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής περιφέρειας επιβάλλεται στον παραβάτη εξαγωγέα στέρηση από ένα μέχρι τρία χρόνια της υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής σε όλες τις Τελωνειακές Αρχές της δικαιοδοσίας του.»

 

    β) Στο άρθρο 147 προστίθενται νέες παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:

    «6. Επιφυλασσομένων των διατάξεων περί λαθρεμπορίας εφόσον διαπιστώνεται υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση κατά την εξαγωγή, επιβάλλεται πρόστιμο πέντε τοις εκατό (5%) επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας που δηλώθηκε και της πραγματικής, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των πεντακοσίων (500) ευρώ.»

    «7. Για τα εμπορεύματα απομίμησης ή παραποίησης ή πειρατικά και λοιπά που αναφέρονται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1383/03, όταν διαπιστώνεται σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις ότι παραβιάζουν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος του διασαφιστή από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης (το είδος, την ποσότητα, την αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων σε σχέση με την αξία των αντίστοιχων γνήσιων, τη συχνότητα εισαγωγών και την περίπτωση υποτροπής).

Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος του κυρίως υπόχρεου και του μεταφορέα, εφόσον αυτοί γνώριζαν την ανωτέρω παραβίαση.»

 

    56. Η διάταξη του άρθρου 149 καθίσταται παράγραφος 1 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:

    «2. Εμπορεύματα, που έχουν παραληφθεί στα πλαίσια του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής, τα οποία τίθενται σε ανάλωση ή για τα οποία γεννάται τελωνειακή οφειλή λόγω εκπρόθεσμης λήξης ή ανάκλησης του καθεστώτος, επιβαρύνονται με προσαύξηση που υπολογίζεται επί των οφειλόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, από την ημερομηνία αποδοχής του παραστατικού εισαγωγής μέχρι την ημερομηνία καταβολής αυτού, με εξαίρεση τα υπολείμματα των εμπορευμάτων που καταστράφηκαν με έγκριση της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής και τίθενται σε ανάλωση, για τα οποία η προσαύξηση υπολογίζεται από την ημερομηνία καταστροφής των αγαθών.

Το ποσοστό της προσαύξησης ισούται με το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής, όπως αυτό ορίζεται από τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 περί ΚΕΔΕ.»

 

    57. Η παράγραφος 1 του άρθρου 150 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 142 του παρόντος Κώδικα και ανάλογα με το βαθμό συμμετοχής εκάστου, άσχετα από την ποινική δίωξη αυτών, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 152, 155 και επόμενων του παρόντος Κώδικα, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν στο αντικείμενο αυτής, συνολικά για όλους τουςσυνυπαιτίους.

Για το σκοπό αυτόν, οι δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και τις συναφείς εθνικές διατάξεις περί γένεσης της τελωνειακής οφειλής.

Επί υπερτιμολόγησης ή υποτιμολόγησης ως βάση επιβολής του ως άνω πολλαπλού τέλους αποτελεί η διαφορά των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που προκύπτει από τη ληφθείσα κατά τον τελωνισμό αξία και την τρέχουσα συναλλακτική τιμή.

Στην περίπτωση που το τριπλάσιο των δασμών και λοιπών φόρων, που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το πρόστιμο καθορίζεται στο ποσό αυτό, προκειμένου για προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, στο μισό δε του ποσού αυτού για τα λοιπά εμπορεύματα, καθώς και για τις περιπτώσεις παραβάσεων του άρθρου 82 του παρόντος, από μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους).

Τα ποσά αυτά μπορεί να αυξομειώνονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή, είναι δυνατόν να καταλογίζονται αυτοτελώς με αιτιολογημένη πράξη καταλογισμού.»

 

    58. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 152 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων ή πολλαπλών τελών που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα είναι ο προϊστάμενος της Τελωνειακής Αρχής, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας τελέσθηκε η παράβαση.»

 

    59. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 152 καταργείται.

 

    60. Η περίπτωση θ' της παραγράφου 2 του άρθρου 155 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «θ) Η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων, εφόσον συνεπάγεται απώλεια δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.»

 

    61. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 155 προστίθεται εδάφιο ιγ' ως ακολούθως:

    «ιγ) η χρήση πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ταξινόμησης, καθώς και κάθε άλλη ενέργεια ή τέχνασμα με σκοπό τη μη καταβολή του τέλους ταξινόμησης παντός οχήματος».

 

    62. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 158 προστίθεται η φράση «με την επιφύλαξη των ελαχίστων ορίων του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 150 του παρόντος Κώδικα.».

 

    63. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 158 το τελευταίο εδάφιο καταργείται.

 

    64. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 171 οι λέξεις «με μονοήμερη δημοπρασία» αντικαθίστανται από τις λέξεις «σε τρεις (3) μονοήμερες διαδοχικές δημοπρασίες ».

 

    65. α) Η παράγραφος 4 του άρθρου 171 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «4. Βιομηχανοποιημένα καπνά, που κατάσχονται, ως αντικείμενο λαθρεμπορίας παρερχομένων απράκτων των προθεσμιών που ορίζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 167 του παρόντος Κώδικα καταστρέφονται ενώπιον τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον προϊστάμενο του δικαστικού τμήματος και έναν υπάλληλο με ελεγκτικά καθήκοντα της ίδιας Τελωνειακής Αρχής. Για την καταστροφή συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο.

Ομοίως καταστρέφονται μετά από τήρηση της ίδιας διαδικασίας τα ανωτέρω προϊόντα σε περίπτωση δήμευσής τους από το δικαστήριο.»

 

    β) Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις στα Τελωνεία ή στις Δικαστικές αρχές, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.»

 

    66. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 178 προστίθεται περίπτωση ε' ως ακολούθως:

    «ε) Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν και για όσες περιπτώσεις οι καταλογιζόμενοι δεν έχουν ασκήσει προσφυγή κατά της καταλογιστικής πράξης ή η ασκηθείσα προσφυγή τους έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται μόνο για καταλογιστικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.»

 

    67. Η παράγραφος 4 του άρθρου 178 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «4. Όπου στον παρόντα Κώδικα και σε άλλες διατάξεις αναφέρεται ο όρος «πετρελαιοειδή προϊόντα», για την εφαρμογή των διατάξεων της Τελωνειακής Νομοθεσίας θεωρείται ότι αφορά στα ενεργειακά προϊόντα του άρθρου 72 του παρόντος Κώδικα.»

 

    68. Η παράγραφος 7 του άρθρου 178 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «7. Όπου σε άλλες διατάξεις γίνεται παραπομπή σε τίτλους και κωδικούς αριθμούς Συνδυασμένης Ονοματολογίας άλλου κανονισμού αναφορικά με ενεργειακά προϊόντα, κατά αντιστοιχία ισχύουν οι κωδικοί αριθμοί της Συνδυασμένης Ονοματολογίας της παραγράφου 4 του άρθρου 72 του παρόντος Κώδικα.»

 

    69. Η διάταξη του άρθρου 179 καθίσταται παράγραφος 1 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:

    «2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, είναι δυνατόν:

(α) να ορίζονται ή και να καταργούνται τα βιβλία και τα έντυπα, που τηρούνται και χρησιμοποιούνται από τις Τελωνειακές Αρχές ή από τους συναλλασσόμενους,

(β) να καθορίζεται ή μεταρρυθμίζεται ο τύπος, η μορφή και ο τρόπος τήρησης των εν λόγω βιβλίων ή εντύπων από τις Τελωνειακές Αρχές και

(γ) να αναπροσαρμόζονται τόσο τα ανωτέρω βιβλία, έντυπα και παραστατικά, όσο και οι ρυθμίσεις, που αφορούν και εξυπηρετούν το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων (Ο.Π.Σ.Τ.).»

 

Αρθρο 2

Μεταβατικές και άλλες διατάξεις

 

    1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι ακόλουθες διατάξεις:

α) τα εδάφια γ' και ζ' της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του βασιλικού διατάγματος 14/18 Φεβρουαρίου 1939, «Κώδικας νόμων περί Φορολογίας του Οινοπνεύματος», τα οποία είχαν διατηρηθεί σε ισχύ με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2969/2001 (ΦΕΚ 281 Α'),

β) το άρθρο 4 του νομοθετικού διατάγματος 4358/1964 (ΦΕΚ 147 Α'), η περίπτωση (θ) του άρθρου 3 του ν. 1477/1984 (ΦΕΚ 144 Α') για την ισοπροπυλική αλκοό­λη, καθώς και η παράγραφος 18 του άρθρου 20 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α'),

γ) οι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 30 του ν. 1954/1991 (ΦΕΚ 97 Α'),

δ) η περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 87 του βασιλικού διατάγματος 13/16 Απριλίου 1920 «περί κώδικος νόμων φορολογίας καπνού».

 

    2. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος η παράγρα­φος 6 του άρθρου 9 του ν. 2969/2001 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «6. Οι φύρες του άρθρου αυτού είναι ανεξάρτητες από την ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης, αλκοολούχου απο­στάγματος ή προϊόντος απόσταξης που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 83 του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας».»

 

    3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κεφαλαίου Α' του ν.1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α') αντι­καθίσταται ως εξής:

    «2. Επιτρέπεται η θέση των αυτοκινήτων που παρά­γονται από τις αυτοκινητοβιομηχανίες σε φορολογικές αποθήκες και η αποστολή τους σε άλλο κράτος - μέ­λος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή η εξαγωγή τους, με την τήρηση των σχετικών διατάξεων του Κοινοτικού και Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα.»

 

    4. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου που προβλέπουν κυρώσεις για λαθρεμπορικές παραβάσεις εφαρμόζονται για όσες περιπτώσεις τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του.

 

    5. Καταργείται το άρθρο 97 του ν. 1684/1987 (ΦΕΚ 18 Α').

 

    6. α) Το άρθρο 54 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α'/ 28.1.2004) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «Αρθρο 54

    Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες του κανονικού και ειδικού καθεστώτος οι οποίοι, έως και την 15.10.2003 χρησιμοποίησαν πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης, το οποίο είχε παραληφθεί με το φορολο­γικό καθεστώς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α') και δεν το χρη­σιμοποίησαν ως πετρέλαιο θέρμανσης κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του ν. 2960/2001 ή χρησιμοποίησαν, αντί για πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης, οφείλουν, για να μην εφαρμοστούν σε βάρος τους οι προβλεπόμενες, από την παράγραφο 1 του άρ­θρου 150 του ν. 2960/2001, την παράγραφο 2 του άρθρου 35 του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α') και την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α'), κυρώσεις και πρόστιμα, να καταβάλλουν εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επί της διαπιστωθείσης ποσότητας, τη διαφορά μεταξύ του ποσού του Ε.Φ.Κ. πετρελαίου εσω­τερικής καύσης (DIESEL) κίνησης και θέρμανσης, που ίσχυε κατά το χρόνο της βεβαίωσης της παράβασης. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης και τα πρόστιμα που τυχόν έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται.»

 

    β) Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και σε υποθέσεις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καταρ­γούμενων των σχετικών δικών, εφόσον κατατεθούν στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου τα αποδεικτικά στοιχεία καταβολής της σχετικής διαφοράς του ποσού του Ε.Φ.Κ., εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας του άρθρου 54. Με τις αυτές προϋποθέσεις η ποινική δίω­ξη, που τυχόν ασκήθηκε, παύει οριστικά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.

 

    7. Αγρότες του κανονικού και ειδικού καθεστώτος οι οποίοι από την 16.10.2003 και μετά χρησιμοποίησαν πε­τρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης αντί πετρελαίου κίνησης σε τελωνισθέντα και ταξινομηθέντα μέχρι και 31.12.1992 Αγροτικά Μηχανήματα Πολλαπλής Χρήσης (Α.Μ.Π.Χ.) τύπου Jeep οφείλουν, για να μην εφαρμοστούν σε βάρος τους οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 150 του ν. 2960/2001, την παράγραφο 2 του άρθρου 35 του ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α') και την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α'), κυρώσεις και πρόστιμα, να καταβάλλουν εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επί της διαπιστω­θείσης ποσότητας, τη διαφορά μεταξύ του ποσού του Ε.Φ.Κ. πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης και θέρμανσης που ίσχυε κατά το χρόνο της βεβαίωσης της παράβασης. Ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης και τα πρόστιμα που τυχόν έχουν καταβληθεί δεν επιστρέ­φονται.

Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και σε υποθέσεις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καταρ­γούμενων των σχετικών δικών, εφόσον κατατεθούν στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου τα αποδεικτικά στοιχεία καταβολής της σχετικής διαφοράς του ποσού του Ε.Φ.Κ., εντός της παραπάνω αναφερόμενης προθε­σμίας. Με τις αυτές προϋποθέσεις η ποινική δίωξη, που τυχόν ασκήθηκε, παύει οριστικά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.

 

    8. Υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ? εξουσι­οδότηση διατάξεων που καταργούνται με τον παρόντα νόμο και το αντικείμενό τους ρυθμίζεται πλέον από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα εξακολουθούν να ισχύουν, αναλόγως προσαρμοζόμενες, μέχρι αντικατάστασής τους.

 

    9. Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988 (ΦΕΚ 166 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «2. Το παραλαμβανόμενο επιβατικό αυτοκίνητο πρέπει να έχει κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι 1.650 κυβικά εκα­τοστά. Κατ? εξαίρεση, οι ανάπηροι που έχουν πλήρη παράλυση των κάτω άκρων ή αμφοτερόπλευρο ακρω­τηριασμό αυτών, με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω μπορούν να παραλαμβάνουν επιβατικό αυτοκίνητο με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι 2.650 κυβικά εκατοστά και οι ανάπηροι που έχουν πλήρη παράλυση των κάτω άκρων ή αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό αυτών με ποσοστό αναπηρίας 100% μπορούν να παραλαμβάνουν επιβατικό αυτοκίνητο με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι 3.650 κυβικά εκατοστά.»

 

    10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ 265 Α') αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 της αριθμ. Δ. 697/35/1990 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με το ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    2. Οι ανάπηροι, που κατ? εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου προβαίνουν στη μεταβίβαση ή αλλαγή της χρήσης του αυτοκινήτου τους, δεν μπορούν να παραλά­βουν άλλο αυτοκίνητο ατελώς με τις διατάξεις ατελείας που ισχύουν για τους ανάπηρους.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρ­μογή και οι ανάπηροι μπορούν να παραλάβουν άλλο αυτοκίνητο ατελώς με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για αυτούς, αν η εν λόγω μεταβίβαση ή η αλλαγή της χρήσης του αυτοκινήτου γίνει μετά την πάροδο επτά (7) ετών από την ημερομηνία παραλαβής του και ύστερα από έγκριση της αρμόδιας Τελωνειακής Αρ­χής.»

 

    11. Στο άρθρο 36 του ν. 1563/1985, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α'), μετά το τρίτο εδάφιο προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:

    «Η ανωτέρω απαλλαγή παρέχεται για δεύτερη και τε­λευταία φορά μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία χρήσης του δικαιώματος αυτού, εφόσον από το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι πολύτεκνοι γονείς έχουν κατά τον τελωνισμό του αυτοκινήτου τουλάχιστον τέσσερα (4) ανήλικα παιδιά.»

 

    12. H παράγραφος 3α του άρθρου 10 του ν. 438/1976 (ΦΕΚ 256 Α'), όπως αυτό αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 3 του ν. 603/1977 (ΦΕΚ 162 Α') και το άρθρο 42 του ν. 3182/2003 (ΦΕΚ 220 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «3α. Επιπλέον, απαλλάσσεται από το δασμό και τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα κάθε φορά από τις Κοινοτικές και Εθνικές διατάξεις, η εισαγωγή και η παράδοση τροφοεφοδίων, καυσίμων και λιπαντικών που προορίζονται για τον εφοδιασμό των επαγγελματικών πλοίων που εκτελούν επί κέρδει εργασίες, εφόσον πρόκειται να χρησιμοποι­ηθούν για τη συντήρηση, κίνηση και την εκπλήρωση εν γένει των σκοπών για τους οποίους προορίζονται τα πλοία αυτά, ως και την κάλυψη των αναγκών των επιβαινόντων σε αυτά.»

 

    13. Η παράγραφος 2 στοιχείο α' του άρθρου 4 της Δ245/88ΑΥΟ (ΦΕΚ 195/Β'/6.4.1988), που κυρώθηκε με το ν. 1839/1989 (ΦΕΚ 90/Α'/7.4.1989), αντικαθίσταται ως εξής:

    «α. Μεταφέρει τη συνήθη κατοικία του στην Ελλάδα, το αργότερο μέσα σε διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών ή εφόσον πρόκειται για πρόσωπο που συνταξι­οδοτείται, μεταφέρει τη συνήθη κατοικία του μέσα σε τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία της άφιξής του στην Ελλάδα που θα ληφθεί υπόψη, και».

 

    14. Το εδάφιο δ' της περίπτωσης Γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988 (ΦΕΚ 166 Α'), όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 23 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α'), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

    «δ. Πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή είναι νεφροπαθείς μεταμοσχευμένοι.»

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 718/1977 «ΠΕΡΙ ΕΚΤΕΛΩΝΙΣΤΩΝ»

 

Αρθρο 3

Επανεργοποίηση διαγωνισμών για την απόκτηση πτυχίου εκτελωνιστή

 

    1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 17 του ν. 2386/1996 καταργείται.

 

    2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του ν. 718/1977, όπως ισχύει, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1. Ο διαγωνισμός προς απόκτηση πτυχίου εκτελωνι­στή διενεργείται, ανά Τελωνειακή Περιφέρεια, μία φορά κάθε τρία (3) έτη και σε χρόνο που οι εργασιακές συνθή­κες επιβάλλουν την ανάγκη διενέργειάς του, σε καθεμία από αυτές, η δε προκήρυξη αυτού δημοσιεύεται κατά τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του, αφού ζητηθεί και η γνώμη του οικείου κατά Τελωνειακή Πε­ριφέρεια Συλλόγου Εκτελωνιστών.»

 

    3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν. 718/1977 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που έχει ως εξής:

    «Με την ίδια ως άνω απόφαση ορίζεται ο αναγκαίος αριθμός των εκτελωνιστών, που απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών των εργασιών εκτελωνισμού σε κάθε Τελωνειακή Περιφέρεια αφού ζητηθεί και η γνώ­μη του οικείου κατά Τελωνειακή Περιφέρεια Συλλόγου Εκτελωνιστών.»

 

    4. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 7, όπως ισχύει, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμε­νο:

    «δ) Να έχουν συμπληρωμένο το 21ο έτος της ηλικίας τους και να μην έχουν υπερβεί το 55ο έτος αυτής.»

 

Αρθρο 4

Μεταβατικές διατάξεις

 

    1. Οι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάτοχοι πτυχίου εκτελωνιστή, θεωρούνται ότι κατέχουν αυτοδικαίως και την άδεια άσκησης επαγγέλματος. Η Επιτροπή του άρθρου 18 του ν. 718/1977 χορηγεί τη σχετική άδεια εντός μηνός από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Η αίτηση υποβάλλεται εντός τριμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

    2. Επίσης, οι απασχολούμενοι σε εκτελωνιστικά γρα­φεία, ως βοηθοί εκτελωνιστές, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, υπαλληλική ή παροχής υπηρεσιών, πριν την ισχύ του παρόντος νόμου, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των δύο (2) ετών, θεωρούνται ότι κατέχουν αυτοδικαίως και την άδεια άσκησης επαγγέλματος, εφόσον, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) ετών, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, αποκτήσουν πτυχίο εκτελωνιστή.

 

    3. Οι εκτελωνιστές, στα γραφεία των οποίων ασκού­νται, ήδη, οι ως άνω, υποχρεούνται να χορηγήσουν, σε αυτούς, μετά την απόκτηση του πτυχίου, σχετική βεβαί­ωση,αναφέροντες το χρόνο της συνολικής απασχόλησής τους, αλλά και τα λοιπά στοιχεία, που απαιτούνται από τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 9 του ν. 718/1977.

Επιπλέον, για την απόδειξη του ως άνω χρόνου απα­σχόλησης, θα πρέπει να προσκομίζεται βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα από τους υπαλλήλους εκτελωνιστικών γραφείων και βεβαίωση έναρξης επιτη­δεύματος από όσους έχουν σχέση παροχής υπηρεσιών με εκτελωνιστικά γραφεία.

 

    4. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις συζύγων αποβιωσά­ντων εκτελωνιστών, το χρονικό διάστημα απασχόλησής τους, μέχρι την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος νόμου, μειώνεται στο ένα έτος, με την τήρηση και των λοιπών προϋποθέσεων, που τίθενται στην παράγραφο 2.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 1729/1987

 

Αρθρο 5

 

    Στο άρθρο 4 του ν. 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α'), όπως συ­μπληρώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2161/1993 (ΦΕΚ 119 A'), οι παράγραφοι 5, 6, 7 και 8 που προστέθηκαν με το άρθρο 8 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ 265 Α'/3.12.1996) αντικα­θίστανται ως εξής:

    «5. Στις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 1 της Ε.2589/960/ Β0034/ 10.8.2005 (ΦΕΚ 1157 Β') κοινής από­φασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στα άρθρα 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΚ) 273/2004 και στα άρθρα 3, 4 και 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 111/2005, οι οποίες δεν τηρούν τις οριζόμενες στα άρθρα αυτά υποχρεώσεις, επιβάλλεται πρόστιμο από δύο χιλιάδες (2.000,00) έως τέσσερις χι­λιάδες (4.000,00) ευρώ.

    6.α. Στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην εισαγω­γή, εξαγωγή, δραστηριότητες μεσαζόντων, κατοχή, απο­θήκευση, παρασκευή, παραγωγή, επεξεργασία, εμπορία, διανομή, διάθεση στην αγορά προδρόμων ουσιών της κατηγορίας 1, των παραρτημάτων των Κανονισμών (ΕΚ) 273/2004 και 111/2005, οι οποίες δεν έχουν λάβει την έγκριση που προβλέπεται από το άρθρο 2 της κοινής υπουργικής απόφασης της προηγούμενης παραγράφου, επιβάλλεται πρόστιμο από έξι χιλιάδες (6.000,00) έως εννέα χιλιάδες (9.000,00) ευρώ.

β. Στις επιχειρήσεις, φορείς και Υπηρεσίες που ανα­φέρονται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της κ.υ.α. Ε.2589/960/Β0034/10.8.2005 που δεν έχουν λάβει την προβλεπόμενη ειδική έγκριση, επιβάλλεται πρόστιμο από δύο χιλιάδες (2.000,00) έως τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ.

γ. Στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην εισαγωγή, εξαγωγή, δραστηριότητες μεσαζόντων, κατοχή, αποθή­κευση, παρασκευή, παραγωγή, επεξεργασία, εμπορία, διανομή, διάθεση στην αγορά προδρόμων ουσιών της κατηγορίας 2 ή σε εξαγωγές της κατηγορίας 3, των πα­ραρτημάτων των Κανονισμών (ΕΚ) 273/2004 και 111/2005, οι οποίες δεν έχουν καταθέσει τα απαιτούμενα από την παράγραφο 2 του άρθρου 3 της κ.υ.α. E.2589/960/ B0034/10.8.2005 δικαιολογητικά για την καταχώρησή τους, επιβάλλεται πρόστιμο από τέσσερις χιλιάδες (4.000,00) έως έξι χιλιάδες (6.000,00) ευρώ.

δ. Στις επιχειρήσεις, φορείς και Υπηρεσίες που ανα­φέρονται στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της κ.υ.α. Ε.2589/960/ Β0034/10.8.2005, που δεν έχουν λάβει την προβλεπόμενη ειδική καταχώρηση, επιβάλλε­ται πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500,00) έως τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ.

ε. Στις επιχειρήσεις, οι οποίες πωλούν ή διαθέτουν πρόδρομες ουσίες της κατηγορίας 1, του παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΚ) 273/2004, σε άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δεν κατέχουν την έγκριση του άρθρου 2 ή την ειδική έγκριση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της KYA E.2589/960/Β0034/10.8.2005, επιβάλλεται πρόστι­μο από τέσσερις χιλιάδες (4.000,00) έως έξι χιλιάδες (6.000,00) ευρώ.

στ. Στις επιχειρήσεις, οι οποίες προμηθεύουν πελάτη με πρόδρομες ουσίες των κατηγοριών 1 ή 2 του παραρ­τήματος του Κανονισμού (ΕΚ) 273/2004 και δεν έχουν λάβει τη δήλωση πελάτη της παραγράφου 1 ή 2 του άρθρου 4 του Κανονισμού 273/2004, επιβάλλεται πρό­στιμο από τρεις χιλιάδες (3.000,00) έως πέντε χιλιάδες (5.000,00) ευρώ.

ζ. Στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει βεβαίωση καταχώρησης ή στους δικαιούχους που έχουν λάβει βεβαίωση ειδικής καταχώρησης και δεν επικαιροποιούν τα στοιχεία που έχουν δηλώσει για να λάβουν τις σχε­τικές βεβαιώσεις, επιβάλλεται πρόστιμο τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ.

    7.α. Στις επιχειρήσεις οι οποίες δεν γνωστοποιούν αμέσως στις αρμόδιες αρχές περιστατικά όπως ασυ­νήθεις παραγγελίες ή συναλλαγές προδρόμων ουσι­ών, από τα οποία διαφαίνεται ότι οι ουσίες αυτές, που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά ή προορίζονται προς εισαγωγή, εξαγωγή ή δραστηριότητες μεσαζό­ντων, ενδέχεται να διοχετευθούν στην παράνομη παρα­σκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, όπως έχουν υποχρέωση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 273/2004 και την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Κανονισμού (ΕΚ) 111/2005, μπορεί να ανακληθεί η έγκριση και να επιβληθεί πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000,00) έως εκατό χιλιάδες (100.000,00) ευρώ.

β. Στις επιχειρήσεις οι οποίες δεν αποστέλλουν εντός των τασσόμενων από τις αρμόδιες αρχές προθεσμιών, τις αιτούμενες πληροφορίες, ή που δεν παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες και τα στοιχεία που ορίζονται στους Κανονισμούς (ΕΚ) 273/2004, 111/2005 και 1277/2005, επιβάλλεται πρόστιμο πεντακοσίων (500,00) ευρώ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης υποβολής των στοιχείων μετά την εκπνοή της οριζόμενης προθεσμίας, εφόσον δεν καθοριστεί νέα προθεσμία από τις αρμό­διες αρχές.

    8.α. Τα ποσά που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού μπορεί να αναπρο­σαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

β. Με το παρόν καταργούνται οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 46 του ν. 2214/1994 (ΦΕΚ 75 Α').»

 

Αρθρο 6

 

    1. Επιβατικά αυτοκίνητα συμπεριλαμβανομένων και των αυτοκινήτων τύπου jeep που θα έχουν κομισθεί στη χώρα μας μέχρι και την 31.12.2007 και για τα οποία μέχρι την παραπάνω ημερομηνία θα έχουν κατατεθεί δηλωτικά εισαγωγής ή δηλώσεις άφιξης οχημάτων ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία εισόδου προκειμένου για μετοικούντα πρόσωπα, εφόσον πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές των οδηγιών 98/69 ΕΚ ή μεταγενέστερης και 94/12 ΕΚ, εξακολουθούν να υπάγονται στους συντε­λεστές τέλους ταξινόμησης που προβλέπονται από τις περιπτώσεις (α) και (β) αντίστοιχα της παραγράφου 2 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001, με την προϋπόθεση ότι μέχρι 30.6.2008 θα έχουν τελωνισθεί και καταβληθεί γι? αυτά οι οφειλόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις.

    Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.7.2007.

 

    2. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 152 του ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» διαγράφεται η τελεία και προστίθενται κόμμα και οι λέξεις «εκτός αν ήθελε αποδειχθεί ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχουν γνώση περί της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης».