Χρηστικά - Ποινές

                                                      ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ  ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ

 
 Πώς βεβαιώνονται οι απαιτήσεις του τελωνείου, πότε και πώς επιβάλλονται;
 
Οι τελωνειακές παραβάσεις βεβαιώνονται με πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης από τα αρμόδια τελωνειακά όργανα.
Ακολουθεί διοικητική ανάκριση που περιλαμβάνει λήψη απολογίας των υπαιτίων της παράβασης και διενέργεια κάθε άλλης εξέτασης που κρίνεται αναγκαία. Κοινοποιείται κλήση προς απολογία στα πρόσωπα που συμμετείχαν στις τελωνειακές παραβάσεις και στην κλήση ορίζεται προθεσμία απολογίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες.
Στη συνέχεια εκδίδεται αιτιολογημένη πράξη με την οποία, κατά περίπτωση, απαλλάσσονται ή προσδιορίζονται οι υπαίτιοι, ο βαθμός ευθύνης του καθενός και οι αναλογούντες δασμοί και λοιποί φόροι επί του αντικειμένου της λαθρεμπορίας, καθώς και τα πρόστιμα ή πολλαπλά τέλη σε βάρος των υπαιτίων.
Εάν ο καλούμενος προς απολογία δεν απολογηθεί μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε στην κλήση προς απολογία, η πράξη μπορεί να εκδοθεί και χωρίς την απολογία του.
Το πολλαπλό τέλος που επιβάλλεται κατά των προσώπων που συμμετείχαν στην τελωνειακή παράβαση είναι ίσο με το τριπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, και σε περίπτωση υποτροπής ίσο με το πενταπλάσιο. Εάν η υποτροπή λάβει χώρα εντός του ίδιου οικονομικού έτους, το επιβαλλόμενο πολλαπλό τέλος είναι ίσο με το δεκαπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που αναλογούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας. Στην περίπτωση που το τριπλάσιο των δασμών και λοιπών φόρων που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας είναι μικρότερο των 1500e το πρόστιμο καθορίζεται στο ποσό αυτό.
Οι τελωνειακές παραβάσεις παραγράφονται εάν μέσα σε τριετία από την τέλεση δεν κοινοποιηθεί στους υπαιτίους η καταλογιστική πράξη. Κατ εξαίρεση η προθεσμία παραγραφής είναι επταετής προκειμένου περί λαθρεμποριών (άρθρα 142§4, 150§§1,3, 152§§3,4 Ν.2960/2001).
 
 Πώς ασκούνται προσφυγές σε περιπτώσεις συμπληρωματικών χρεώσεων;
 
Σε περιπτώσεις συμπληρωματικών χρεώσεων, σε περιπτώσεις δηλαδή που δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής καταλογίζονται αυτοτελώς, με πράξη άλλη από την πράξη καταλογισμού πολλαπλών τελών, οι υπαίτιοι έχουν δικαίωμα αυτοτελούς προσφυγής κατά της πράξης καταλογισμού δασμών και φόρων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τον Ν.2717/99 (άρθρα 150§1 εδάφιο δ, 150§4 Ν.2960/2001, άρθρα 63-70 Ν.2717/99).
110
 Ποια είναι η ένδικη προστασία των πολιτών σε περίπτωση έκδοσης εναντίον τους καταλογιστικών πράξεων;
 
Οι καταλογιστικές πράξεις προσβάλλονται από τα πρόσωπα κατά των οποίων εκδόθηκαν οι πράξεις ή τα πρόσωπα που κηρύχθηκαν αστικώς συνυπεύθυνα, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, σε πρώτο βαθμό με προσφυγή.
Η άσκηση προσφυγής και η τυχόν αίτηση αναστολής της καταλογιστικής πράξης δεν αναστέλλουν την είσπραξη του 30% των προστίμων και πολλαπλών τελών που επιβλήθηκαν από την τελωνειακή αρχή.
Η προσφυγή ασκείται σε προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της καταλογιστικής πράξης (άρθρα 150§4 Ν.2960/2001, 66 Ν.2717/99).
Αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό επί προσφυγών προσβάλλονται με έφεση σε προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 92-100 Ν.2717/99).
Διάδικος που δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση προσφυγής επειδή δεν κλητεύτηκε, ή δεν κλητεύτηκε νόμιμα, ή επειδή δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας να παρασταθεί, έχει δικαίωμα να ασκήσει κατά της απόφασης επί της προσφυγής ανακοπή ερημοδικίας σε προθεσμία 60 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την πλήρη γνώση της (άρθρα 89-91 Ν.2717/99).
Κατά τελεσίδικων ή ανέκκλητων αποφάσεων προβλέπεται το ένδικο μέσο της αίτησης αναθεώρησης, που θεμελιώνεται μόνο σε κάποιον από τους λόγους του άρθρου 103 Ν.2717/99.
Τρίτος ο οποίος βλάπτεται από απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ άλλων, και ο οποίος δεν είχε ασκήσει παρέμβαση, μπορεί εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον που θα δικαιολογούσε την παρέμβασή του στη δίκη αυτή, να προσβάλει την απόφαση με τριτανακοπή (άρθρα 106-108 Ν.2717/99).
Τέλος προβλέπεται το ένδικο μέσο της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας δικαστικής απόφασης (άρθρα 109-111 Ν.2717/99).
Η έφεση εκδικάζεται από δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ η ανακοπή ερημοδικίας, η αίτηση αναθεώρησης, η τριτανακοπή και η αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας εκδικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 82 Ν.2717/99).
Τέλος, πρόσωπο που άσκησε προσφυγή κατά καταλογιστικής πράξης έχει το δικαίωμα να υποβάλλει αίτηση αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής πράξης προς το δικαστήριο όπου εκκρεμεί η εκδίκαση της προσφυγής (προσωρινή δικαστική προστασία ? άρθρα 200 έως 205 Ν.2717/99).
                        
 
                                                                 ΠΟΙΝΕΣ ΑΡΘ. 42
 
--1.  Σε κάθε περίπτωση που υπολογιστούν δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις κατώτερες ή ανώτερες των πράγματι αναλογουσών και διαπιστωθεί ότι αυτό οφείλεται στην ανακρίβεια εγγραφών και δηλωθέντων στοιχείων επί των τελωνειακών παραστατικών, επιβάλλεται, αντίστοιχα, ποινή ανακριβούς δήλωσης υπολογιζόμενη σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί της επιπλέον διαφοράς και σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί της επί έλαττον διαφοράς του ποσού από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, που οφείλονται για τα εμπορεύματα που τίθενται σε ανάλωση, ελεύθερη κυκλοφορία ή οποιοδήποτε άλλο ανασταλτικό καθεστώς.
Το ύψος της ποινής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο. €100,00
 
--2. Σε κάθε άλλη περίπτωση ανακριβών στοιχείων και εγγραφών επί τελωνειακών παραστατικών, ανεξαρτήτως καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης και της εξαγωγής, που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων επιβαρύνσεων, επιβάλλεται ποινή ανακριβούς δήλωσης ποσού εκατό (100) ευρώ ανά παραστατικό.
 
--3. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται και κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο των τελωνειακών παραστατικών.» (Ν. 3583/07 παρ. 12)
 
--4. Οι ποινές ανακριβούς δήλωσης που προβλέπονται από τις προηγούμενες παραγράφους εισπράττονται έστω και αν τα εμπορεύματα εγκαταλειφθούν ή καταστραφούν.
 
--5. Η επιβολή των παραπάνω ποινών δεν αποκλείει την εφαρμογή των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, όταν συντρέχει περίπτωση.
 
--6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών επιτρέπεται η αύξηση ή μείωση κατά πενήντα τοις εκατό (50%) των ποινών του παρόντος άρθρου.